Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Του λόγου σου λοιπόν, μείνε εδώ εις τούτην την πολιτείαν με τους ανθρώπους σου και εγώ θέλω πηγαίνει εις το βασίλειον της Κασμυρίας, και σου τάσσω πως να μην περάση πολύς καιρός που να σου φέρω εδώ το υποκείμενον της επιθυμίας σου.
Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ την κλέφτρα του θησαυρού μας. Κ' ευθύς προστάζω νανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα. Έβαλε μια φωνή κ' ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουν, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ' τους πιστούς στάθηκε κ' είπε: — Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή.
— Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.
Εγώ δε θέλω, δε θαφήσω ναποθάνης, είπα και πετάχτηκα πάλι να την αγκαλιάσω, αλλά πάλι μαπομάκρυνε. — Κ' εγώ, είπε με βαθύ αναστεναγμό, δε θέλω ναποθάνω, μα η μοίρα μου ταποφάσισε, χωρίς να χαρώ τον κόσμο. Ο γιατρός δε μούδωκε ζωή. Δε μου το φανερώσανε, μα δεν το καταλαβαίνω και μοναχή μου; Η ζωή μου φεύγει και τρεμοσβύνει, σαν το λύχνο, που ταποσώθηκε το λάδι.
Νομίζεις ότι δεν γνωρίζομεν τίνος πατρός είσαι τέκνον, πως η μητέρα σου επορνεύετο, πως έπνιξες τον άδελφόν σου και μοιχεύεις και τους νέους διαφθείρεις, λαιμαργότατε και αναισχυντότατε; Αλλά διατί φεύγεις; Περίμενε, διότι θέλω και να σε δείρω• θα σε σφάξω με αυτό το κεραμίδι, φαυλότατε.
Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ και θεσπέσιος κατά τας ιδέας• αλλ' εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού. Αλλά δι' όνομα των Χαρίτων, μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας.
— Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.
ΦΙΛ. Δεν μου τα λες σε παρακαλώ, Τυχιάδη; Διότι θέλω να γνωρίζω την αγυρτείαν την οποίαν κρύπτει κάτω από τα τόσα του γένεια.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κυρά, επροδοθήκαμε! πονώ κ' εγώ μαζύ σου! ο άνδρας σου μας πρόσβαλε, κι' από του Ερεχθέως, με κάθε τρόπο δολερό, το σπίτι θα μας διώξη• δεν θέλω μ' όσα θα σου ειπώ τον άνδρα σου να βρίσω.
Θα σ' έχω ίδιαν αδελφήν αγαπητήν στης Αιωνίας ζωής τον κήπο, χέρι με χέρι θα περπατάμε, κάτασπρο περιστεριώνε ταίρι. Ανάβω. . . Άφησέ με!. . . από το κορμί μου φλόγες βγάνω. . . κάτω τα χέρια. . . παράτησέ με. . . σφάξε με, ν' αποθάνω θέλω. Σαν αδερφή σου δεν μπορώ να ζήσω. Γυμνό θέλω να σε χαρώ, νυχτιές ερωτικές μαζύ σου ν' αγρυπνήσω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν