Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
— Θαρρείς πως σαν ήταν σπόρος στην κοιλιά της μάννας του, εξακολούθησε φουρκισμένος ο δούλος, έκαμε το σχέδιό του και τώρα που βγήκε στη ζωή, ρίχτηκε να το σαρκώση με τη δύναμη και το πείσμα του ταύρου του. Δε λέει ποτέ : είνε δικό μου και δόστο μου· παρά : είνε δικό μου και το παίρνω. Και μέσα στην ψυχή του συμπληρώνει τη φράση του: και δικό μου να μην είνε θαν το πάρω.
Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.
Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού.
Και με κίνημα περιφρονητικό βγήκε από την τραπεζαρία και πήγε στο γραφείο του. Μα εκεί θυμήθηκε, τα σχέδια που έκανε με την Ελπίδα και γαλήνεψε αμέσως. Άναψε τη λάμπα του και κύτταξε περίγυρα. Τα προγονικά λείψανα ήταν όλα στη θέση τους. Πόδια, χέρια, κεφάλια, κορμιά κάθονταν απάνου στα βάθρα τους περήφανα, λες κ' είχαν νικημένο το Χάρο.
Και αι δύο ήταν επιτήδειαι και ευφυείς. Πλην η μεν επετύγχανε περισσότερον εις τα εκ βάμβακος πλεκτά, η δε εις τα εκ χρυσού.
Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.
Σ’ όποιους συγχωρέσετε τις αμαρτίες, οι αμαρτίες τους θα συγχωρούνται· σε όποιους δεν τις συγχωρείτε, δεν θα συγχωρούνται. Μόνο ένας από τους Απόστολους ήταν απών – Ο Θωμάς ο Δίδυμος. Ο χαρακτήρας του, όπως ήδη είδαμε, ήταν τρυφερός αλλά και μελαγχολικός. Σ’ αυτόν τα νέα φαινόντουσαν πολύ καλά για να είναι αληθινά.
Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.
Ήταν πάλι η γριά Ποτόι που ερχόταν να μάθει νέα του Τζατσίντο. Προχώρησε σαν σκιά, αλλά θα πρέπει να είχε αφήσει κάποιον έξω επειδή έστρεψε να κοιτάξει, ενώ οι κυρίες αποσύρονταν αγανακτισμένες. «Εδώ και πέντε μέρες το παλικάρι λείπει και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Ήταν εκείνο τον καιρό που μέσα στη Θεσσαλονίκη έχτιζαν την τετράγωνην αψίδα με τους θαυμαστούς πυλώνες τεχνίτες Έλληνες, Μικρασιάτες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν