Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Οι νεκροί κ' οι ζωντανοί ανακατωμένοι σε τέτοιο αφύσικο συναπάντημα τρέχουν μες στην ιερή πόλη. Νέα θαύματα τους περιμένουν εκεί.
— Θανάση, σχώρεσέ μας. — Εσείς μ' εμέ, κ' εγώ με σάς... Συχωρεμένοι νάσθε. — Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου ... Φωνάζει ο Διάκος, κ' έρχονται... Δε μένουν παρά δέκα. Ο ήλιος στέκει για να ιδή. Κάδε στιγμή πού φεύγει Τους έσφιγγε στενά στενά 'ς την αγκαλιά του ο Χάρος.
Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.
Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν. — Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπετάν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . . — Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.
Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150 'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;
Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.
— Είνε λοιπόν ορφανή; — Ορφανή είπες; — Βέβαια. — Μα όχι. — Έχει γονείς; — Βέβαια έχει. — Και πού ευρίσκονται; — Πού θέλεις να ευρίσκωνται; Δεν μας βλέπεις; — Σας βλέπω. Και τι μ' αυτό; — Εγώ και ο γέρος μου. — Είμεθα ζωντανοί; — Βέβαια. — Θα ειπή πως δεν απεθάναμεν. — Σωστά. — Και η Αϊμά... — Η Αϊμά... — Ζουν οι γονείς της... — Ζουν; — Ζουν, αφού ημείς ζώμεν. — Εννοώ... — Εννοείς βέβαια.
Είμεθα λοιπόν σύμφωνοι εις τούτο, ότι οι ζωντανοί έχουν γίνει από τους αποθαμμένους, όχι ολιγώτερον από όσον οι αποθαμμένοι έγιναν από τους ζωντανούς· αφού λοιπόν τούτο είναι αληθινόν, είμεθα σύμφωνοι ότι τούτο βεβαίως είναι αρκετή απόδειξις, ότι χωρίς άλλο αι ψυχαί των αποθαμμένων κάπου ευρίσκονται, από όπου ίσα ίσα έρχονται πάλιν εις την ζωήν.
Ποίον δε, είπεν ο Σωκράτης, γίνεται από το αποθαμμένον; Είναι αναπόφευκτον να ομολογήσω, είπεν ο Κέβης, ότι γίνεται το ζωντανόν. Τα ζωντανά λοιπόν και οι ζωντανοί, Κέβη, γίνονται από τα αποθαμμένα; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Είναι φανερόν, είπεν ο Κέβης. Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αι ψυχαί μας υπάρχουσιν εις την χώραν του Άδου. Φαίνεται, είπεν ο Κέβης. Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.
— Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν