Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει, γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια. Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. 310 Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το παινεμένονε Αία τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης.

Ζούσε στη Βεστφαλία, στον πύργο του κυρίου βαρώνου Τούντερ-τεν- τρονκ, ένας νέος, που η φύση τούχε δώσει το μαλακώτερο χαρακτήρα. Η φυσιογνωμία του φανέρωνε την ψυχή του. Η κρίσις του ήτανε πολύ σωστή και το πνεύμα του πολύ απλό: γι' αυτόν το λόγο, νομίζω, τον ωνόμασαν Αγαθούλη.

Στην Κρετσούνιτσα ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια: — Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου.

Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλάκαλά δεν μπορούσες να καταλάβης γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, ταυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του.

Είτανε μια φορά ένας συγγραφέας, που ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Είτανε τόσο ευτυχισμένος, ώστε δεν το εννοούσε κι ο ίδιος και μολαταύτα έγραψε πολλά βιβλία για τη δυστυχία των ανθρώπων.

ΔΩΔΕΚΑ ακέρια χρόνια είταν στην ξενιτειά ο αδερφός του Γιάννη, ο Φώτος! Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι' ο Γιάννης δε σκέφτονταν, γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε γράμματα. Ήθελε να μάθη, ότι ο αδερφός του ζούσε κι' είταν στον Απάνω-Κόσμο, κι' ας έλειπαν τα χρήματα.

Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.

Με μεγαλήτερη τώρα ελπίδα παρά ποτέ ονειρεύουμαι ένα μέλλον, όπου το νεκρό παιδί μας γίνεται ένας δεσμός γερότερος, παρότι είταν όταν ζούσε, και θυμούμαι με δάκρυα στα μάτια τα λόγια, που μου είχε διδάξει εκείνη μια φορά: Να γεράσουμε μαζί.

Και το συχωρεμένο το αφεντικό σου έλεγε, θυμάμαι, όταν κι εκείνος ερχόταν σπίτι μας και ήταν νέος και ζούσε η γιαγιά μου: ο έρωτας δένει τον άντρα με τη γυναίκα και το χρήμα δένει τη γυναίκα με τον άντρα.» «Εκείνος; Έτσι έλεγε; Σε ποιόν;» «Σ’ εμένα, κουφός είσαι; Ναι, σ’ εμένα. Εγώ όμως τότε ήμουν δεκαπέντε χρονών και απονήρευτη.

Τονέ σιγοφαρμάκωναν ή τον κουτσούρευαν οι Ρωμαίοι, τονέ στρέβλωναν οι ψευτόσοφοι, τονέ βύζαναν οι παραλυμένοι, κι ως τόσο ζούσε ακόμα, όσο κι αν είταν τυραννισμένος, και μήτε σημάδι δεν έδειχνε τελειωτικού θανάτου πολλούς αιώνες. Απόδειξη του τι λογής ζωτικότητα την είχε αυτό το Έθνος, κι ας είτανε μυσερό, κι ας τούλειπε το πολιτικό συστατικό, η ψυχή της ψυχής του κάθε λαού.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν