Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.
Η μαμή επέμενε όσο ζούσε ότι ήταν παραίσθηση του πυρετού∙ όπως είναι γνωστό όμως, τα έλεγε όλα αυτά για να κρατήσει η Καλίνα το μυστικό. Τα νομίσματα στο μεταξύ αυγάτιζαν: αυγάτιζαν κάθε χρόνο και περισσότερο όπως τα ρόδια που έβλεπε εκείνη πράσινα και κόκκινα εκεί κάτω, τριγύρω στην αυλή του ντον Πρέντου Πιντόρ.
Έτσι θα μπορούσε να γεμίση με το πνεύμα της αυτά που ήθελα να πω κ' έτσι το ποίημά μου θα είχε την πηγή του πιο αμεσότερη, σα να είταν ο λόγος για ένα παιδί που ζούσε ακόμα. Γιατί ο μικρός Σβεν ζούσε με τη μητέρα του, κοντά της και για χάρη της.
Αυτός ο σοφός, που ήταν άλλωστε ένας αγαθός άνθρωπος, τον είχε κλέψει η γυναίκα του, τον είχε δείρει ο γυιός του, τον είχε εγκαταλείψει η κόρη του, ακολουθώντας έναν Πορτογάλλο. Προ μικρού τον είχαν απολύσει από μια μικρή θέση, με την οποία ζούσε. Οι ιεροκήρυκες του Σουρινάμ τον καταδίωκαν ως σοσινιανό. Πρέπει να ομολογήσουμε, πως κι' οι άλλοι ήτανε τουλάχιστο τόσο δυστυχισμένοι, όσο κι' αυτός.
ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν βρήκε, λέει, κ' έψαξε πολλές φορές τον τόπο. ΙΩΝ Κι' απ' τον καιρό, που γίνηκαν αυτά, πέρασαν χρόνια; ΚΡΕΟΥΣΑ Αν ζούσε, θάχε σαν κι'εσέ την ίδιαν ηλικία. ΙΩΝ Α, ο θεός είν'άδικος, η μάννα του αθλία. ΚΡΕΟΥΣΑ Κατόπιν δεν εγέννησεν άλλο παιδί κ' εκείνη. ΙΩΝ Ποιος ξέρει αν ο Απόλλωνας κρυφά δεν τόχει πάρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Μόνος του νάχη την χαρά, αυτό δεν είνε δίκηο.
Διωγμένη η Θεοδώρα και φτωχεμένη πλανιούνταν από χώρα σε χώρα και ζούσε με το συνηθισμένο της τρόπο. Άξαφνα όμως τη φωτίζει, να την αφήση αυτή τη ζωή και να γυρίση στην Πόλη.
Των θεών μαντείες τι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπους να μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβας ζούσε μακρυά του, πέθανεν απ’ το γραφτό του κι όχι απ’ το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου, Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να ’βγω; ΙΟΚΑΣΤΗ Τον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου, πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ’ οι χρησμοί.
Αυτός εν όσω ζούσε δεν έδωκε ποτέ ούτε οβολόν εις τον Σίμωνα.
Φωνάξανε μερικοί πως είτανε φονικό, άλλοι πάλε πως τονέ μάγεψαν. Η αλήθεια είναι πως δε ζούσε πια ο Άρειος να περηφανεύεται για την προστασία του Κωσταντίνου. Τον παρατρόμαξε το Βασιλέα αυτός ο θάνατος.
Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με θυμό: — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν