Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Και μήτε στρατό είχανε μήτε δύναμη άλλη εξόν από τους φρουρούς του παλατιού, τους Σχολάριους, ανθρώπους όχι του πολέμου παρά για τα μάτια. Είταν τότες ο Βελισάριος τραβηγμένος από το θέατρο των πολέμων και ζούσε ιδιώτης ως δέκα χρόνια.
Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας 10 κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.
Πάντα με το καλό θέλει κυβέρνημα. Ύστερ' από το θάνατο της μακαρίτισσας της μητέρας του, έχει απάνου της ένα αιώνιο φόβο, ένα παντοτεινό τρόμο, κάποια νευρικότητα στα κινήματά της, στα φερσίματά της, ακόμα και στη σκέψη της. Λοιπόν τ' άγρια μαλώματά σου, περισσότερο κακό μπορεί να της κάμουν παρά καλό. Αχ, η καημένη η κόρη μου, η αξέχαστη μου η κόρη, αυτό μου έλεγε πάντα όταν ζούσε.
Γι' αυτό οι βαρώνοι επίεσαν τον Βασιλέα Μάρκο να πάρη γυναίκα μια βασιλοπούλα, που θα τούδινε νόμιμους κληρονόμους. Αν αρνιότανε, θα πηγαίνανε στους πύργους των, να του στήσουν πόλεμο. Ο Βασιληάς αντιστεκότανε και έκανε όρκους ότι όσο ζούσε ο αγαπημένος του ανηψιός, ποτέ, καμμιά βασιλοπούλα δε θα γινότανε γυναίκα του.
Έτσι μιλεί ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος · Λοιπόν αν ένας άθρωπος σαν κι αφτόνα, δεν μπόρεσε να κλίνη τα τριτόκλιτά σας, τι κάθεστε και μου λέτε για καθαρέβουσες και μισές γλώσσες; Και μη θαρρήτε πως φταίνε τάχα τα χρόνια που ζούσε ο Κολοκοτρώνης και πώς τότες, όσο Κολοκοτρώνης κι αν είσουνα, μπορούσες πολύ καλά να κάμης τέτοιο λάθος, γιατί δεν ήξεραν πολλά γράμματα. Τίποτις!
Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.
Και ξόρκιζε τους Αίιδες, ξορκίζει το Μηριόνη «Αίιδες και του Μέγη γιε, των Αχαιών αρχόντοι, τώρα όλοι θυμηθείτε τες του δόλιου μας Πατρόκλου 670 τις χάρες. Πάντα 'να γλυκό να πει είχε σ' όλους λόγο σα ζούσε... Αχ τώρα θάνατος τον πήρε κι' άγρια μοίρα.»
Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.
Και το χάραμα ανέβαινε στη στέγη κ' έκραζε — Κουκουρίκου! σα νάλεγε στον Αριστόδημο το «φύλακες γρηγορείτε! ...» Το χαμώγειο ήταν χωρισμένο με καλάμι. Στο ένα χώρισμα καθόταν η Ελπίδα μονάχη της· στο άλλο ζούσε ο Μαλαματένιος με τη γριά του. Απόξω ήταν το μαγεριό δίπλα ένα κελλάρι για τ' αποδοσίδια της γης και για τα ύπεργα.
Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει. Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, κάπιος Δάρης, Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διο γιούς — Νιδιόνε 10 τους λέγαν και Φηγιά — καλούς σε πάσα μάχης είδος. Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά και τούπεσαν απάνου, αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν