Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.

Πέτρα στην πέτρασπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος. — Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά. Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.

Κύψας την κεφαλήν ο Κ. Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα στρεφόμενος προς εμέ. — Η κόρη μου, είπε. Επλησίασα και την εχαιρέτισα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινε βραδέως την χείρα, ως αν ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως επρόφερον: — Καλώς ωρίσατε. Μόλις ηκούετο η φωνή της.

Και οι μάρτυρες ύψωνον προς αυτόν τους οφθαλμούς. Τότε τα πρόσωπά των ηκτινοβόλουν, προσεμειδίων βλέποντα υπεράνω των κεφαλών των, εκεί υψηλά, το σημείον του Σταυρού. Αίφνης ο Καίσαρ, εκ λύσσης ή και εκ της επιθυμίας να υπερβάλη παν ό,τι η Ρώμη είχεν ιδή έως τότε, εψιθύρισε λέξεις τινάς εις τον πραίφεκτον. Ούτος κατήλθε της εξέδρας και μετέβη εν σπουδή εις τα υπόγεια.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής.

Πάει κι' αυτό· εψιθύρισε μετά χαράς. Κ' έστρεψε την κεφαλήν προς τον πύργον, όπου όλοι ήσαν επί ποδός. Αι γυναίκες με την άτακτον ενδυμασίαν των, ως ήσαν από της κλίνης, με τα μάλλινα χρωματιστά μεσωφόρια και τον λευκόν των κεφαλόδεσμον, ησχολούντο εις διαφόρους οικιακάς υπηρεσίας· οι άνδρες και τα παιδία επηγαινοήρχοντο εις την αυλήν.

Αυτή ανέλαβε προς στιγμήν τας αισθήσεις της, κ' εψιθύρισε: — Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θα πλέψω καλά. Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κ' οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την Άμωμον οδόν έως τον Τελευταίον ασπασμόν.

Εψιθύρισε και έβαινε γοργά, σαν να την έπιασε βροχή. Πλην παρεπάτησεν η δειλήμων κόρηαποτυφλούται ο δειλόςκαι προσέκρουσεν εις τον κορμόντης εφάνημιας εκεί συκομωρέας. Όμως ηπατάτο φευ!

Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης· τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα; — Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας. Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό.

Το βέβαιον είναι ότι αποκτώ θησαυρόν! — Δεν σου το έλεγα; — Ναι, αλλά δεν μου είπες το όνομά της, και δεν ετόλμησα να ερωτήσω την ιδίαν, πώς την λέγουν. Ο Λιάκος επλησίασε τα χείλη προς το αυτίον του καθηγητού και εψιθύρισε μυστηριωδώς το ζητούμενον όνομα. — Ιδού οπού το έμαθες. — Επί τέλους! ανέκραξεν ο Κ. Πλατέας. Και οι δύο φίλοι απεχωρίσθησαν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν