United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω στο Κιόσι, στον αρχοντομαχαλάν, κοντά εις τον ναόν του Χριστού, η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπήτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανονοβολισμούς, και μόνη αυτή τους εξήγησεν εις την αληθή σημασίαν των. — Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, εψιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή.

Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι.

Μα ο δήμαρχος... εψιθύρισε ο ΤσαϊπάςΤι δήμαρχος!.. Αν μίλαε θα τον έπαιρναν με τις πέτρες. Ο Τσαϊπάς κύτταξε για μια στιγμή το φίλο του κατάματα· έπειτα έσκασε τα γέλοια. Εγέλασε τόσο δυνατά που ο δικολάβος αναγκάστηκε να φύγη από κοντά του. Πίσω μου, Σατανά! με παλαβούς δεν είνε να καταπιάνεται κανείςΈτσι, φίλε μου, προσβάλλεις το θρησκευτικό αίστημα τ' αλλουνού!

Νερό, λίγο νερό! εψιθύρισεν ο Δημήτρης ασθενώς. Ο ζωέμπορος έλαβε μικρόν κασσιτέρινον τάσι, ανηρτημένον αριστερά του σελαχίου του και το εγέμισεν από την βρύσιν. Ο Δημήτρης ανεσηκώθη ολίγον, έλαβε τα τάσι μετά σπουδής και τα εκένωσεν απνευστί. — Τη δροσιά του νάχης εψιθύρισε. Και ημιανοίγων τους οφθαλμούς ητένισεν ευγνωμόνως τον Νίκαν.

Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε: — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . . Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.

Επειδή δε ίσως οι υπαινιγμοί του πατρός ήσαν σκοτεινοί διά τον τραγίσιον εγκέφαλον του υιού της, έσκυψε και του εψιθύρισε: — Η αράδα του Μανώλη μου, που θα τόνε παντρέψωμε με μια ώμορφη κοπελιά.

Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία, ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου. Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε: — Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς.