Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Ίσως ο πληροφορών εψιθύρισε προς αυτούς την φοβεράν συκοφαντίαν ήτις είχε προκαλέσει τας αυστηράς επιτιμήσεις Του.
— Φύγε απ' ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα. — Πε μου «ώρα καλή» να σ' αφήσω να περάσης. — Φύγε, λέω, να μη με κριματίσης κ' έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλειτέραν. Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερρίπισε το πρόσωπον της κόρης. — Κ' είπες το του παπά πως σ' αγαπώ; εψιθύρισε.
Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.
— Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της. — Ναι... με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε ... άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του. Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο· — Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.
— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα — εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.
Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.
— Του κάκου, εψιθύρισε κανείς δεν με παίρνει! Και επέστρεψε πικραμένος εις τον οικίσκον του. Το εσπέρας εξήλθε ν' αγοράση έλαιον διά την κανδήλαν του εικονισματίου του. Επειδή παρ' όλων είχεν εγκαταλειφθή, απεφάσισε και αυτός να ζήση ως ασκητής μόνος, μετά της θρησκείας του.
Αλλ' όλας αυτάς τας συμφοράς επρόλαβε μία γνωστή φωνή: — Επαδά 'σαι, παιδί μου Πηγιό; — Η μάνα μου! ... είπεν ο Μανώλης, απομακρυνόμενος από τον αργαλειόν. — Η ντροπή! εψιθύρισε και η Πηγή εξερχομένη από τον πατητηρρόλακκον κατασκονισμένη, με τα ενδύματα και την κόμην εις αταξίαν.
Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος.
Αλλ' εάν αύριον, εν μέσω του αμφιθεάτρου δηλώσης ότι ήσο μεθυσμένος και παρελογίζεσο και ότι οι χριστιανοί είναι πράγματι οι αυτουργοί της πυρκαϊάς, η τιμωρία σου θα περιορισθή μόνον εις μαστίγωσιν και εξορίαν. — Δεν δύναμαι, άρχον, εψιθύρισε πράως ο Χίλων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν