Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της: — Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς.

Εσάς δε τους άλλους θα σας καλέσωμεν αύριον, όταν θα εκθέσωμεν εις δημοπρασίαν τα λαϊκά και βάναυσα και αγοραία επαγγέλματα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κτυπάτε, κτυπάτε τον αχρείον με λίθους πολλούς, κτυπάτε τον με βώλους και κεραμίδια, κτυπάτε τον με ξύλα, διά να μη μας ξεφύγη. Εμπρός, Πλάτων, κτύπα• και συ Χρύσιππε, και συ ο άλλος. Όλοι ας ορμήσωμεν εναντίον του, ως πήρη πήρηφιν αρήγη, βάκτρα δε βάκνροις

Εμείς οι άλλοι, όσο εσυγυριόταν βιαστικά πότε να βγη, τον εκαμαρώναμε με κάποιο πικρό παράπονο, και τον καλοτυχίζαμε που θάβλεπε τη λεφτεριά του ο μάβρος. Το καταλάβενε ο άμοιρος, που εζηλέβαμε την τύχη του·Σωπάτε, ωρές παιδιά, κ' έχει ο Θεός και γιατ' εσάς! Καλή απομονή, και θανάρθη κ' η εδική σας αράδα! Τι να κάνης για ταδέρφι! Καλή απομονή το λοιπόν!...

Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Κύριοί μου, συχνά διά σας έκαμε λόγον· ουδ' άλλους δύο 'σάν εσάς ο κόσμος έχει, 'πού εκείνος τόσο ν' αγαπά· και αν να δειχθήτε θελήσετεεμάς καλόγνωμοι και φίλοι, ώστε ολίγον καιρόν να χάσετε κοντά μας, και φως με σας εις ταις ελπίδες μας να ιδούμε, διά την επίσκεψιν αυτήν θα 'χετε χάρες, όπως βασιλική ταις δίδει ευγνωμοσύνη.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι του Πανουριά τα λόγια. Θυμήσου, Διάκε, μοναχά πως άδειασεν η φλέβα Του δύστυχου του γένους μας, και μια ρανίδα τώρα, Αν στάξη από το αίμα μας ’ς τη γη χωρίς ελπίδα, Αντί νάναι μνημόσυνο, μπορεί νάναι κατάρα. Ξέρω τι κρύβειςτην καρδιά, γνωρίζω τι θα κάμης.... — Ποιος μ' εμαρτύρησεεσάς;

Σ' εσάς που θέλα κάμετε τον κόπο ν' αναγνώστε, Και ή καλήν, ή αχαμνή, μια γνώμη θέλα δόστε, Το λέει αυτός που ιστορά, καθόλου δεν τον μέλλει· Ας κάμη την απόφασι καθένας, όπως θέλει. Καλό ειπή· κακό ειπή· τ' αρέση δεν τ' αρέση. 5 Ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ' έχει να κερδαίση· Γιατί δεν αφηκράστηκε, παρά την όρεξί του. Και το κοντύλι του έπιακε για ξάχλιασι δική του.

Κι' είπε, στη μέση στέκοντας, ο βροντολάλος κράχτης «Τ' Ατρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, 385 μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες Τρώεςαν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζειτι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη.

Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωσι», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας· «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ — ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω — ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας . . . κι' αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο

Βλέπω το θάνατό σας μπροστά μου την ίδια ώρα με τον δικό μου. Αλλοίμονο! φίλε, δε θα ικανοποιηθή ο πόθος μου: ήτανε να πεθάνω μέσα στα χέρια σας, να με θάψουν στον ίδιο τάφο με σας. Αλλά θα πεθάνω μόνη, και δίχως εσάς θα χαθώ στη θάλασσα. Ίσως δε θα μάθετε το θάνατό μου, θα ζήστε ακόμη, περιμένοντας ολοένα να έρθω. Αν μάλιστα το θέλη ο Θεός, ίσως και να γιατρευτήτε.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν