Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα! — Γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως.

Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.

Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . . Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!... -Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα- παιδί πράμα! -Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη.

Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και. . . . — Σταθήτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα να θέλη κάτι να μας πη από δω ο Μυλόρδος. — Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.

Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ' έβλεπα στον ύπνο μου, και μ' εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ' εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; — Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο. Και έτσι ξημέρωνε, και έτσι βράδυαζε.

Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ' αυτούς, τους Παραβάτες. Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι' αυτές είναι πανέμορφο.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν