United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Σωκράτης Αλλά το εναντίον μου φαίνεται, ο φόβος υπάρχει εκεί ίσαίσα, όπου υπάρχει και η εντροπή. Διότι είναι κανένας άνθρωπος ο οποίος, ενώ εντρέπεται μίαν κακήν πράξιν και αισχύνεται αυτήν, να μη φοβήται όμως συνάμα και να μη τρομάζη την κακήν φήμην, η οποία επακολουθεί κατόπιν; Ευθύφρων. Βεβαιότατα την φοβείται. Σωκράτης.

Αυτό που λέγει ο ποιητής εδώ, ότι εκεί υπάρχει και εντροπή όπου υπάρχει φόβος, δεν μου φαίνεται ότι είναι αληθινόν. Διότι πολλοί άνθρωποι που φοβούνται την ασθένειαν και την πτωχείαν και άλλας πολλάς τοιαύτας θλιβεράς περιπέτειας, μου φαίνεται ότι φοβούνται μεν αληθινά, όμως διόλου δεν εντρέπονται αυτά οπού φοβούνται. Δεν το πιστεύεις και συ αυτό; Ευθύφρων. Είμαι συμφωνότατος μαζί σου.

Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους. — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.

Και εις τους δύο καλλίτερα, αλλά ας απαντά ο νεώτερος, διότι, εάν κάμη λάθος, θα είναι ολιγώτερον εντροπή του. Σωκράτης. Τόρα λοιπόν ερωτώ την παραλογωτέραν ερώτησιν, η οποία, νομίζω, είναι η εξής: άραγε είναι δυνατόν ο ίδιος όστις γνωρίζει κάτι τι, αυτό το οποίον γνωρίζει να μην το γνωρίζη; Θεόδωρος. Λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, τι θέλεις να απαντήσωμεν; Θεαίτητος. Εγώ νομίζω ότι είναι αδύνατον.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης; ΣΑΜΨΩΝ Μη με φοβάσαι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Εσένα θα φοβηθώ; ΣΑΜΨΩΝ Άφησε να ήμεθατο δίκαιόν μας. Ας κάμουν εκείνοι την αρχήν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας το πάρουν όπως τους αρέσει. ΣΑΜΨΩΝ Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν, εντροπή ιδική των .

Και πώς λοιπόν συμβαίνει, εξακολούθησα, όταν μεν ένας γιατρός ομιλή ενώπιον του φιλοσόφου διά διαφόρους ασθενείας και ασθενείς ή όταν ένας τεχνίτης ομιλή διά την τέχνην τουπώς, είπα, συμβαίνει, τότε μεν να είναι εντροπή διά τον φιλόσοφον όταν δεν δύναται να παρακολουθήση τα λεγόμενα και να δώση και αυτός μίαν γνώμην, να μην είναι εντροπή δε δι' αυτόν τον ίδιον όταν ένας δικαστής ή ένας βασιλεύς, ή ένας από εκείνους τους οποίους τώρα θα αραδειάσωμε, ομιλή διά διάφορα ζητήματα ενώπιόν του, και αυτός δεν είναι εις θέσιν ούτε να τους παρακολουθήση ούτε να δώση και αυτός οπωσδήποτε μίαν γνώμην;

Έβγα! — Μία, δύο·ώρα να γείνη το πράγμα... Ο Άδης είναι σκοτεινός ! ... Εντροπή, άνδρα μου, εντροπή! Στρατιώτης, και να φοβήσαι! Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποίος θα τολμήση να μας ζητήση λόγον;... Αλλά πού ημπορούσε κανείς να το φαντασθή, ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσον αίμα! ΙΑΤΡΟΣ Το ήκουσες τούτο; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα.

Και όμως συ κατοικείς μαζί της, κάτω από την ιδίαν στέγην, και την ανέχεσαι να τρώγη εις το ίδιον μ' εσέ τραπέζι, και την αφήνεις να γεννά εις το σπίτι σου παιδιά, τα οποία είναι εχθροί; Και τώρα που εγώ, φροντίζων και δι' εσέ και δι' εμέ, θέλω να την σκοτώσω, την αφαιρείς μέσα από τα χέρια μου; Ας το σκεφθώμεν όμως μαζίδιότι δεν είναι εντροπή να γίνεται λόγος περί αυτούαν η ιδική μου κόρη δεν γεννήση παιδιά, γεννηθούν όμως απ' αυτήν, θα ταφήσης να γίνουν βασιλείς αυτού του τόπου, της Φθιώτιδος; Και ενώ αυτά θα κατάγωνται από βαρβάρους θα βασιλεύσουν επί των Ελλήνων; Και έπειτα εγώ παραλογίζομαι σκεπτόμενος άδικα, ενώ συ είσαι φρόνιμος; Σκέψου και τούτο• αν έδιδες την κόρη σου γυναίκα εις ένα πολίτην κ' επάθαινε ό,τι έπαθε η ιδική μου, θα το υπέφερες σιωπών; Εν τούτοις χάριν μιας ξένης υβρίζεις τους συγγενείς και τους φίλους.

Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην, Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω, Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη.... Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα, Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν, Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.