Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Έγερνε, μας έβλεπε με μάτια πλημυρισμέν' αγάπη· μας εξανάλεγε χαϊδεφτά, — Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης; — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Μου τήνε σπάραξε την καρδιά! Το μικρό ταδερφάκι ήταν ξεπεταμένο λίγο· μα ήταν και μωρουδάκι ακόμα. Ήθελε να χαζέβη δώθε κείθε μέσα το σπίτι, και ταφίναμ' ελέφτερο. Σαν είδε που ξυπνήσαμ' εμείς, του είπε ο άγγελός του εξύπνησε κι αφτό.

Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».

Δεν το πρόβλεπε πως η Εκκλησία εκείνη, που τηνέ θαρρούσε απλή λατρεία του Αληθινού Θεού, είταν εθνικό μας πράμα, ολοζώντανο και παντοδύναμο, που είχε δεν είχε έμελλε να καταπιή κάθε άλλη ιδέα, και να σταθή ολομόναχο στην Ανατολή, ανάμεσα στα εθνικά τα στοιχεία που το θρέφανεγλώσσα, φιλολογία, συνήθειες.

Κύττα πώς τη σοφία του θα κουρελιάσω εκείνη, που τόσο την πιστεύει. Νάτος! αυτός γυρεύει και να λουσθής με το θερμό νερό να μη μπορής. Για πες μας, το θερμό λουτρό γιατί κατηγορείς; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Είνε κακό• φτιάνει δειλόν τον άνδρα Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Τον Ηρακλή εκείνο για πειο μεγάλον κρίνω. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Κ' είδες Ηράκλεια λουτρά ως τώρα πουθενά ψυχρά; Παλληκαράς ποιος άλλος εβγήκε πειο μεγάλος;

Και πώς; είπεν η Δηλαρά, θέλεις εσύ να φυλάξης αυτόν τον τυραννικόν όρκον; ήξευρες εσύ, οπόταν τον έκαμες, πως ήμουν εγώ εκείνη που έταξες διά να τον φυλάξης, και περιπλέον στοχάζεσαι ότι η Δηλαρά να μην αχρήζη περισσότερον από μίαν επιορκίαν; α, Κουλούφ, ακολούθησεν αυτή κλαίοντας, εσύ δεν με αγαπάς, και διά τούτο θέλεις να με χωρίσης.

Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν· μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του. . . Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη: — Μπα! είπε· δε δίνω ένα παρά εγώ.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν, 'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει· τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω, κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη της ημέρας το φως.

Η πνέουσα τρικυμία εξαγριωθείσα έτι μάλλον ανετάρασσε και τον ήρεμον έως τότε λιμένα, κ' έσεισε σαλεύσασα τα εν αυτώ πλοία. Σεισθείς τότε εκ του σχηματισθέντος σάλου και ο κώδων της βάρδειας, επάνω του πρωραίου, εκρούσθη επανειλημμένως γλυκύτατα, εν τη αγρία εκείνη νυκτί ως κώδων παρεκκλησίου, εντός δάσους, του οποίου έκρουε πενθίμως η καταιγίς.

Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια. Τ' αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει· άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια. Πού η εποχή εκείνη, καθ' ην παντοίοι κορσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον εις το μικρόν παραθαλάσσιον φρούριον, — και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς χωρίς να το ηξεύρουν!

Κ' εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι' εδώ μι' αγριαγγινάρα. Κι' ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι' αγρίευε τα μάτια, κ' εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν