United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χρόνους επτά εκράτησε Η φλόγ' αυτή κ' η πάλη. Εσβύσθηκε . . . Ετάραξε Την οικουμένη όλη, 'Στή θάλασσα βυθίσθηκαν Των τούρκων τόσοι στόλοι, Καιτη στεριά αφήσανε Μια δεκατιά μεγάλη. Εσβύσθηκε ... Κ' εσβύσθηκε Πώς σβυέται το καμίνι Που λείπει μεν η φλόγα του, Αλλά μέσα του βράζει· Κι' άμα φυσήξη άνεμος, Έξω τήνε πετάζει, Και πάλι καίει με ορμή . . . Έτσ' έσβυσε κ' εκείνη.

Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.

Είναι αδύνατον, μου απεκρίθη εκείνη, να έβγης πλέον ταύτην την νύκτα, διότι όλες οι πόρτες είναι κλεισμένες μα πρέπει να ευχαριστήσης την τύχην σου, ότι χωρίς ετούτο δεν με ήθελες συναπαντήσει. Ω πόσον είμαι δυστυχής, εφώναξα, εγλύτωσα από τόσους κινδύνους, και πάλιν εμετάπεσα εις ένα χειρότερον, που μέλλω να χάσω την ζωήν μου χωρίς άλλο.

Λοιπόν εξ αιτίας αυτών επροτιμήσαμεν από τας πολιτείας την πλέον απολυταρχικήν και την πλέον φιλελευθέραν, και τόρα εξετάζομεν ποία από αυτάς τας δυο πολιτεύεται ορθώς, υποθέσαντες δε διά καθεμίαν από αυτάς κάποιαν μετριότητα, εκείνης μεν ως προς τον δεσποτισμόν, αυτής δε ως προς την ελευθερίαν, ενοήσαμεν ότι τότε περισσότερον επήλθε ευτυχία με αυτάς, εν ώ, όταν εξώκειλαν εις τα άκρα, εκείνη μεν ως προς την υποδούλωσιν, αυτή δε ως προς το αντίθετον, δεν τας ωφέλησε ούτε εκείνας ούτε αυτάς.

Α, ο Τζατσίντο διασκέδαζε εκεί πάνω και την είχε ξεχάσει και εκείνης της φαινόταν να κάθεται μαζεμένη στην άκρη μιας ερήμου, μπροστά σε έναν αντικατοπτρισμό. Ο Έφις βγήκε και της είπε: «Γιατί δεν διασκεδάζειςΕκείνη ταχτοποίησε πάνω στη σκούφια του μωρού την κίτρινη κορδελίτσα για το μάτι και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Για μένα όλα έχουν τελειώσει

Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής∙ ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της. Το πανηγύρι διαρκούσε εννιά μέρες και οι τρεις τελευταίες ήταν όλο κυκλικούς χορούς με μουσικές και τραγούδια.

Χάρισμά σου! της είπε ο Παύλος. Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη δεν είδε τίποτε άλλο στον κόσμο απ' την Παυλίνα, ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα, ούτε τάστρα, ούτε τα λουλούδια, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα. Έν' άλλο πρωί, γέρνοντας στην αγκαλιά του, του είπε πάλι: — Δος μου το νου σου και τα συλλογικά σου, Παύλο. Να τάχω δικά μου και μόνο δικά μου.

Ίσως τους έδειχνε το γιαλί όχι όπως είταν εκείνη την ώρα, μα όπως θα γίνουνταν κατόπι. Όσο τους κοίταζε ο μάγος, τόσο έρχουνταν έρχουνταν οι χωρικοί ο ένας απάνω στον άλλονα, χαρούμενοι και τρεχάτοι, στη Μικρόπολη μέσα. Έτσι με τον καιρό έγινε πια κ' η Μικρόπολη Μεγαλόπολη σαν τις άλλες. Έγιναν κ' οι χωρικοί μεγαλοπολίτες. Οι μεγαλοπολίτες είχαν και κείνοι κάμποση δουλειά.

Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο. Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε.

Εν τη Λακωνική εκείνη φράσει περιέχεται πάσα η αηδεία και αγανάκτησις ην διήγειρεν εν τη καρδία του Διάκου η θρασύτης των οθωμανών. Έχομε σάρκα κάκοψη. σ. 233 Κάκοψος περί οσπρίων σκληρών, αντίθετον του κάλοψος . Τραχύς, αντέχων εις την ενέργειαν του πυρός.