Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.
Εάν υπάρχη ευγενεστέρα συγγένεια και επαφή μεταξύ των ανθρωπίνων πνευμάτων, είνε εκείνη, καθ' ην η σοφία του ενός μεταδίδεται εις το έτερον, καθ' ην το έν εργάζεται και εξαντλείται, όπως καταστήση το άλλο ακμαιότερον και σοφώτερον, χάριν κοινού σκοπού και κοινής πατρίδος.
Όταν όμως τη χρονιά εκείνη ο Χοσρόης συναγροικήθηκε με τους Γότθους της Ιταλίας και ξανάρχισε πόλεμο, παρουσιάζουνται άξαφνα αρίθμητοι Ούνοι από το Δούναβη. Περνούν τον ποταμό και ροβολούνε κατά τη Θράκη. Λείποντας ο στρατός στους περσικούς πολέμους, βρέθηκε τότες η Θράκη ολότελα αδιαφέντευτη, και κατέβηκαν οι Ούνοι ως της Πόλης τα ξώχωρα.
Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.
Τώρα έστεκε κει και δεν ήξερα αν εκείνη τη στιγμή οι στοχασμοί μας παλεύανε μεταξύ τους ή συναπαντιόνταν. Τότε έστρηψε το πρόσωπο κ' είδα πως τα μάτια της είτανε δακρυσμένα. Μου άπλωσε το χέρι της, το έπιασα και σταθήκαμε κει μαζί και κοιτάζαμε τη θάλασσα.
Την καθαρέβουσα ο καθένας μπορεί να τη γράψη, και κατάντησε τόσο πρόστυχη γλώσσα, που είναι αηδία. Εμείς όμως είμαστε λίγοι. Κατωρθώσαμε πράματα μεγάλα. Ποια είναι αφτά; Τούτα δα, που γράφουμε την εθνική γλώσσα, εκείνη τη γλώσσα που ο λαός όλος την ξέρει και τη μιλεί δίχως λάθος, κι όμως γενήκαμε ένα είδος αριστοκρατία. Τώρα μάλιστα βγήκαμε και της μόδας.
Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελλάθηκε ο Αγάς, και τονε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τονε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπειά πια δεν είδε; Γιατί τα μισόχασε κι ο Μπραΐμης, και πούλησε πύργους, και ξέκαμε χτήματα, και πήγε κ' έχτισε την πετροφωλιά εκείνη απάνω στην Τάμπια, και ζούσε ολομόναχος, και μήτε Τούρκο να δη δεν ήθελε μήτε Χριστιανό, ώσπου απέθανε χρόνια κατόπι, και χάρη νάχη τη διαθήκη του, που έλεγε να φέρουνε με τη σερμαγιά του νερό στο χωριό, και τώρα βλογούν τη ψυχή του Παπάδες κ' Ιμάμηδες.
Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουν 'ς ένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη 'ς εφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.
Ελάτε να μ' επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον! Και ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. Ο κ.
Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν