Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Λάβε χρυσήν μελάνην· γραφίδας έχεις, τροφήν θέλω στέλλει υμίν εκ της ιδίας μου τραπέζης. Χαίρετε, τέκνα μου»». Ταύτα ειπούσα εξήλθεν η Αγ. Βλιθρούδη, κλείουσα όπισθεν αυτής την θύραν, ως οι χωρικοί εν Μολδαβία, οσάκις ο άρχων επισκέπτεται την καλύβην των. Αλλ' η Αγ. Βλιθρούδη ήτο εκ των εναρέτων εκείνων γυναικών, των οποίων ο νους αδυνατεί να υποθέση το κακόν.
Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Χύνει, από δύο ποτήρια Αίμα και πορφυρίζονται Πάντες οι ουράνιοι κάμποι, Η γη και η νήσοι. Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Το φάσμα. Καθαρώτατος Ο αέρας καταβαίνει Και δροσίζει τα χείλη μου, Και την ψυχήν μου. Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου! Ελπίδων γλυκυτάτων Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα Ζώσαν και μαχομένην, Και αναλαμβάνω.
Την στιγμήν ταύτην τω εφάνη ότι ήκουσε ρογχασμόν τινα κοιμωμένου εντός του οικίσκου, και τόσω μείζονα σπουδήν ησθάνθη όπως απομακρυνθή τάχιστα. — Υπάγωμεν γρήγορα, είπε λαμβάνων την Αϊμάν εκ της χειρός. — Δεν μπορώ, Μάχτο. Και ο Σκούντας την έσυρεν αυθαδώς. Αλλ' η νέα αντέστη ειπούσα. — Ας περάση λίγο, διά να έλθω εις τον εαυτό μου. Ο Σκούντας ηναγκάσθη να περιμένη.
Έδρεψε παντός είδους ευώδη φυτά και τα προσέφερεν εις τους μικρούς βοσκούς, ειπούσα αυτοίς· Μη ρίχνετε πέτραις, διότι κάμνετε κακόν. Με τα χέρια θέλουν κόψιμον αυτά τα πράγματα. Ιδού, λάβετε. Οι δύο μικροί έπαυσαν την εσπέραν εκείνην να λιθοβολώσι. Την επαύριον όμως ήρχισαν εκ νέου τα αυτά.
Ταύτα ειπούσα, εξηντλημένη εκ της συγκινήσεως, αφήκε να καταπέσωσιν οι λευκοί της βραχίονες και επέστρεψεν εις την νεκρικήν της κλίνην.
»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω· — Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.
Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα». Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο.
Αλλ' επέσχε μετ' αγώνος την γλώσσαν της, και απεφάσισε να φανή εχέμυθος. Βαρυνθείσα δε τέλος τον απέπεμψεν, ειπούσα αυτώ να περιέλθη τα πέριξ του μοναστηρίου, και την εσπέραν να επανέλθη, όπως αναβώσιν ομού εις το υπερώον. Ο καλός Σκούντας έσπευσε να υπακούση, και καταβαίνων την κλίμακα του μαγειρείου, περιειργάζετο λίαν προσεκτικώς τα πάντα.
Και είτα λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε, τα δένδρα. — Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο. Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις τον σύζυγόν της, «αν δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να γυρίση.
Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή· — Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε· — Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν