Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους• 'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
Όπου ακούεις στόμαχον διεγειρόμενον, τρέμε· ο στόμαχος είνε η λογική των λαών. Η οδύνη, είνε πολύ υψηλοτέρα της ηδονής· η ηδονή είνε ειδύλλιον, αλλ' η οδύνη είνε εποποιία. Δύναται και η ουσιαστική ελευθερία να καταλυθή, αλλά να ζη το ιδεώδες της· όταν όμως καταλύεται το ιδεώδες αυτής, η ελευθερία είνε και της δουλείας χειροτέρα.
Και δίχως να πελαγώνουμε σε θρησκευτικά θέματα ξένα με το σκοπό μας, νακολουθήσουμε το δρόμο που πήρανε, τη δύναμη και τη χάρη που ξάπλωσαν του Χριστού τα ιερά τα λόγια. Ως πόσο η Ελληνική γλώσσα από τη μια, κι ως πόσο από την άλλη ο πολιτικός οργανισμός της Ρώμης κάμανε να ξαπλωθή αυτή η δύναμη κ' η χάρη, δεν είναι μήτ' αυτό της δουλειάς μας.
Λέγουν το λοιπόν απ' αυτούς μερικοί πως παραγγελμένος όντας ο Προκόπιος να γράψη τον πανηγυρικό του Ιουστινιανού, για να τον καταπραΰνη που δεν τον εγκώμιαζε αρκετά στην πρώτη του ιστορία, έβγαλε τάχτι του με την απόκρυφη εκείνη Ιστορία του. Δεν είναι μήτε ανάγκη μήτε της δουλειάς μας να το ψυχολογήσουμε εδώ τέτοιο ζήτημα.
Ολίγον προ της συμπλοκής οι στρατηγοί των δύο στρατοπέδων απέτειναν προς τους οικείους στρατιώτας τας εξής προτροπάς, προς μεν τους Μαντινείς παρέστησαν ότι η μάχη θα είναι όχι μόνον υπέρ πατρίδος, αλλά συγχρόνως και υπέρ της ηγεμονίας ή της δουλείας, να μη χάσουν την μεν αφού την εγνώρισαν και να μη περιπέσουν πάλιν εις την άλλην· προς δε τους Αργείους ότι ο αγών θα είναι υπέρ της αρχαίας αυτών ηγεμονίας, και διά να εκδικηθούν συγχρόνως απείρους ύβρεις εναντίον ανθρώπων εχθρών και γειτόνων· προς δε τους Αθηναίους ότι ήτο καλόν, ενώ μάχονται μετά πολλών και γενναίων συμμάχων, να μη υποχωρήσουν εις κανένα και ότι, νικώντες τους Λακεδαιμονίους εις την Πελοπόννησον, ήθελαν καταστήση την ηγεμονίαν των βεβαιοτέραν και μεγαλυτέραν, εις δε το μέλλον ουδείς θα ηδύνατο να εισβάλη εις την χώραν των.
Α. Γ. Η. γράφει παρακάτω· «η γλώσσα αυτή, ην διεμόρφωσαν μακροί δουλείας και παθημάτων αιώνες». Για τούτο νομίζει, υποθέτω, πως «φέρει την σφραγίδα... της δουλείας ». Παρακαλώ τον κ. Α. Γ. Η. να με δώση την άδεια να του μάθω που η επιστήμη σήμερα δεν παραδέχεται τέτοια αρχή· κανένας στην Εβρώπη δεν πιστέβει πια που μπορεί μια γλώσσα — όποια γλώσσα κι αν είναι — να διαμορφωθή εν δουλεία κτλ.
Η οικογένεια του είνε ο τύπος της παλαιάς οικογενείας, με όλα της τα ψεύδη και με όλας της τας προλήψεις. Η μητέρα του είνε η σκλάβα του πατέρα του, και τα παιδιά ανατρέφονται μέσα εις το σκότος αυτής της δουλείας.
Είνε αληθές ότι το εσκέφθη εδώ δεν έχει τον τόπον του, ότι είνε τρόπος του λέγειν πλημμελής, διότι, τις υποδουλώνεται κατόπιν σκέψεως; Πάντοτε ο ζυγός είνε ακούσιος, κατά συνέπειαν μισητός και παράδειγμα ο ζυγός όλων των υπό δουλείαν λαών, οίτινες μάχονται διά να θραύσουν τας αλύσσεις των και το ιδικόν μας λόγιον, οπού κατήντησε πλέον αξίωμα· «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.» — Υπάρχει μόλαταύτα, διαφορά μεταξύ ζυγού και ζυγού, μεταξύ εκουσίου και ακουσίου δουλείας.
Αλλά ο φρόνιμος πατέρας θα γνωρίση αν είναι γερή η ρίζα αυτής της αγάπης και υποτάζει τον υιον του βασιλέα εις δύσκολες δοκιμές· ο νέος δεν ημπορεί ν' αντισταθή, δεμένος από τη μαγική δύναμη του Πρόσπερου, ή καλύτερα από την αγάπη, η οποία δύναται εις την ψυχή του περισσότερο παρά το μίσος της δουλείας.
Προς αμοιβήν θα σοι δώσω χρυσόν και άργυρον άπειρον διά να μη μετανοήσης ποτέ ότι ευηργέτησας τον Δαρείον, τον υιόν του Υστάσπους.» Απεκρίθη δε εις ταύτα ο Συλοσών· «Μη με δίδης, ω βασιλεύ, μήτε χρυσόν μήτε άργυρον, αλλά σώσας της πατρίδα μου Σάμον την οποίαν αφότου ο αδελφός μου Πολυκράτης εφονεύθη υπό του Οροίτου κατέχει είς των δούλων μας, δος μοι αυτήν άνευ σφαγών και δουλείας.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν