Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
— Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ;
— Δεν λες, θα του παίρνανε τα παιδιά από τα χέρια του το παγκράτσι τα Φώτα, οπού θα φώτιζε! Προσέθηκεν ο μπάρμπα- Γιαννιός, ετοιμάζων το τσιμπουκάκι του. — Να μη του παίρνανε και την παπαδιά του!. Είπε και ο άσωτος εκείνος ναύτης ο Παυλάκης, με το ξεπλυμένον πρόσωπον, ο Συριανός. Τα διάφορα ποτά είχον εξερεθίσει κ' εξάψει τους ναύτας, επίτείναντα την ευθυμίαν των.
Τώρα ο ήλιος έπιπτε, καθώς έκλινε προς δυσμάς, εις το μέρος του λάκκου, κ' έκαιε πολύ. Η αγγαρεία εγίνετο δυσκολωτέρα. Εν τοσούτω έσκαψαν ακόμη ως δύο ώρας, πότε ο Νικολός πότε ο Γιαννιός. Πτυάριον δεν υπήρχε, και ανεβίβαζον το χώμα με τας δράκας. Η γη εγίνετο σκληρότερα, πετρώδης, ή σχιστολιθοειδής. Ήτο κόπος και πόνος. Τους ώκτειρα, και ήθελα να σκάψω. Αλλ' ήμην αδέξιος.
— Ο λάκκος εδώ που είνε, είπεν ο Γιαννιός, δεν θα φαίνεται απ' το μονοπάτι κάτω. Ποιος θ' ανεβή εδώ απάνω να κυττάξη; Κρύψε την τσάπα μέσ' τα χώματα, φέρε τo ζιμπίλι σου εδώ, και πάμε στη βρύσι να κολατσίσουμε. Κατήλθομεν ως πεντακόσια βήματα κάτω, εις το ρέμμα, όπου ηκούετο να κελαρύζη το νερόν.
— Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.
Τέλος υπέδειξεν ο Μαλακίας εις τον καπετάν Γιαννιόν ότι, αφού εκείνος τώρα επέρασεν η ηλικία του, και δεν εμβήκεν εις τον κόσμον — και δεν έπρεπε να νυμφευθή, διότι η ιδέα που έτρεφε να ελευθερώση και να πλουτίση το Έθνος δεν επέτρεπε τον γάμον — έπρεπε τουλάχιστον να φροντίση να νοικοκυρέψη αυτόν, τον Μαλάκιαν, να τον στεφανώση και τον κουκουλώση, να τον προικίση και τον αποκαταστήση· ούτω πως θα είχε κι' αυτός ο Γιαννιός καταφύγιον και θάλψιν εις το γήρας του· διότι δεν εσύμφερε να μείνουν κ' οι δύο άγαμοι.
Εδοκίμασα κ' εγώ άπαξ, αλλά δεν ηδυνήθην να εργασθώ πλέον των δέκα λεπτών. — Δεν ξέρεις να σκάψης, μου είπεν ο Νικολός. — Δεν είναι για τα χεράκια σου, είπεν ο Γιαννιός. Εγώ εν τούτοις την περισσοτέραν ώραν εκαθήμην μόνος μακράν από την γινομένην σκαφήν, προς την νοτιοδυτικήν γωνίαν της πλευράς του μοναστηρίου, ολίγα βήματα παραπάνω από το μονοπάτι, το φέρον κάτω προς το ρέμμα.
Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά. — Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθησες. Πότε θα σαλπάρης; — Δε μας σηκώνει η στερηά, Γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύωμε. Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλι — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτής.
Ο Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε κι' ο Γιαννιός! Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο. — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα. Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου.
Όχι μόνον να μη τους διηγηθή αλλ' ούτε και να τους μιλήση· ούτε να τους κάμη συντροφιά ποτέ. Και ήταν βέβαιος πως άμα χάσουν τη συντροφιά του, τα διηγήματά του μάλιστα άμα υστερηθούν θα σκάσουν όλοι από το κακό και την πλήξι τους. Δεν ήταν όχι καταλαχάρης άνθρωπος ο Γιαννιός ούτε έλεγε λόγια του ανέμου!... Ίσως αυτή του η αυτοπεποίθησις δεν ήταν και καθόλου άδικη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν