Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Πλην δεν ηκούσαμεν κρότον, ουδέ ψυχήν είδομεν. — Σήμερα Κυριακή, δεν δουλεύουν, είπεν ο Γιαννιός. — Ξέρω πως δεν δουλεύουν, μα μπορεί να βρίσκωνται, είπεν ο Νικολός, όστις αν και τόσον νεώτερός του, εφαίνετο να γνωρίζη καλά τα μέρη. — Και λες να είναι κανένας εδώ; — Η γρηά το Μουσκαδώ με τα κορίτσια της, η συμπεθέρα της η Αγάλλαινα, και τόσες άλλες, εδώ βρίσκονται τον περισσότερον καιρό.

Αλλά την σφυρίκτραν, το έτερον σύμβολον του αξιώματός του, την είχε κλέψει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, και δι' αυτής εξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς, παρωδών τον απόντα διδάσκαλον.

Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.

Τότε του εκόλλησεν είς φοβερός αλήτης, ο Μαλακίας λεγόμενος, όστις εξεμεταλλεύθη την αδυναμίαν του αυτήν, και του υπεδείκνυεν αμυθήτους θησαυρούς, εις διαφόρους αιγιαλούς, εις πολλάς ακτάς, και άλλας τοποθεσίας. Toν επήρε σύντροφον εις την «Επτάλοφον», αλλ' αυτός εις ολίγον καιρόν του έγεινεν αφέντης. Ο Γιαννιός εδούλευε δι' αυτόν.

Κ' έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι' ο Νικολός το Πιτς, κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι' ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων χωρίων. Ο νέος νοικάρης που είχεν ενοικιάσει την κάμαραν την μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, είχεν ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ.

Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία, ούτε αν ήταν τραγική.

Να έχη και τίποτε ξεροτύρια, στ' αμπάρι του! παρετήρησεν ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας. — Να έφερνε και κάμποσα κεφάλια γιδοπρόβατα για σφάξιμο! προσέθεσεν ο Γιαννιός της Στέργαινας.

Όλοι οι άλλοι με πλανάνε με τα λόγια. Απ' τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο Γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κ' έρραβε η γλώσσα του απ' την αυγή του Θεού ως τη νύχτα.

Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι. — Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε...

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν