Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εδοκίμασα κ' εγώ άπαξ, αλλά δεν ηδυνήθην να εργασθώ πλέον των δέκα λεπτών. — Δεν ξέρεις να σκάψης, μου είπεν ο Νικολός. — Δεν είναι για τα χεράκια σου, είπεν ο Γιαννιός. Εγώ εν τούτοις την περισσοτέραν ώραν εκαθήμην μόνος μακράν από την γινομένην σκαφήν, προς την νοτιοδυτικήν γωνίαν της πλευράς του μοναστηρίου, ολίγα βήματα παραπάνω από το μονοπάτι, το φέρον κάτω προς το ρέμμα.
Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά έν λεπτόν πανίον.
Θα έλθη καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών». Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθή το παιδίον, επειδή είχε συμβή να γεννηθή ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα.
Και φεύγουσαι και έχουσαι παιδιά ν' αναθρέψουν, εργάζονται διά να κερδίσουν το ψωμί της ημέρας. Πιθανόν να μη ζωγραφίζουν όλαι αλλά η εργασία είνε μία, είτε διεξάγεται με πινέλλα, είτε με βελόνην, είτε και με την σκάφην. Έχω λοιπόν την αντίρρηση του τίτλου εις το ωραίον άλλωστε δράμα της κυρίας Παρρέν. Η νέα γυναίκα της είνε παλαιά, παλαιοτάτη, αιωνία. Ίσως είνε κάπως σπανία ακόμη.
Αν και συνήθως εθήρευε τους επιβάτας, όπου τους εύρισκεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, άπαξ ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποποιηθή να παραλάβη επιβάτην εις την μικράν υπόσαθρον σκάφην του. Ιδού πώς: Ήτο κατά τας τελευταίας ημέρας του έτους 1870. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ητοιμάζετο ν' αποπλεύση έκ τινος ερήμου ακτής της Φωκίδος, μελετών, αν δεν εύρη εν τω μεταξύ κανένα ναύλον, ν' απέλθη εις την μικράν νήσον του.
Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα. — Τι να το κάμω; τι να το κάμω; Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα.
ΗΡΑΚ. Λοιπόν άκουσε, ω Ζευ, να σου ομιλήσω με ειλικρίνειαν, διότι εγώ, ως ο κωμικός ποιητής είπε, είμαι αγροίκος και λέγω την σκάφην, σκάφην• εάν τοιαύτη είνε η δύναμις των θεών, θα σας αφήσω να χαίρεσθε μόνοι σας τας τιμάς του ουρανού, την κνίσαν και των σφαγείων το αίμα και θα φύγω εις τον Άδην, όπου τουλάχιστον θα με φοβούνται αι σκιαί των θηρίων τα οποία έχω φονεύση, όταν θα με βλέπουν γυμνόν, αλλά και ωπλισμένον με τόξον.
Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, διά να κάμη άσπρα γένεια. Έλαβε την «μασσάν», την σιδηράν λαβίδα από την εστίαν, και την έβαλε μέσα εις την σκάφην διά να γίνη το παιδίον σιδεροκέφαλον.
Πώς ηδύνατο να επαρκή και εις τα τρία, τρέχων από σκάφης εις σκάφην, μ' ένα πήχυν εις την χείρα, με μίαν στάθμην και μ' ένα σκέπαρνον από του αυχένος κρεμάμενον με την λαβήν επί του στέρνου. Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς του ! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι πελεκητοί, οι μαραγκοί, και οι καλαφάται.
Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος. Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν