Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι τα θέλει να τα ξέρη; όλ' οι νέοι πέρα-πέρα κάθε μεγαλήτερό τους θα τον λένε και πατέρα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κ' επειδή δεν θα γνωρίζουν τους πατέρας τους και πάλι, κάθε γέρο θα τον πνίγουν με ευγένεια μεγάλη, αφού γι' άλλο δεν φροντίζει κάθε γυιός 'ς αυτήν τη χώρα παρά μόνο πως να πνίγη τον πατέρα του και τώρα.
Και τώρα ονείδιζε αν ημπορέσης εμένα και τον Κρέοντα, όσο κι αν θέλης° χειρότερη κανένας σου θνητός δεν θα ’χει τύχην από όσους τρέφονται στην γην ετούτη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά μπορεί τέτοια ν’ ακούη κανένας λόγια και να υπομένη; Πήγαινε σου λέγω γέρο στων θεών την κατάρα ! Πήγαινε πίσω σπίτι σου. Φύγε απ’ εμπρός μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ποτέ δεν θενα ’ρχόμουνα, αν δεν μ’ εκάλεις.
Είνε αληθές ότι είχον ευπορίαν αγροτικήν και μικρόν κατά μικρόν ηγχιστεύθησαν με τους εντοπίους, συνεχωνεύθησαν, κ' έλειψεν εκείθεν τ' όνομα των Κανταραίων. Ο Γιάννης προσεκολλήθη το πρώτον, ως κοπέλλι, πλησίον του γέρο- Στριαριώτη, ενός γεωργοκτηματίου, εθήτευσεν, εδούλευσεν, έκαμε κλέμματα και αρπάγματα. Εδούλευε διά τρεις, έτρωγε μόνον δι' ενάμισυ και ήτο πολύ προκομμένος.
Την απεχαιρέτησεν, εφίλησε τα τέκνα του — το μεγαλείτερον εκ των τριών ήτο δέκα ετών και απήλθεν. Δεν ηθέλησε να παραβή τον λόγον του πνευματικού, κ' εδέχθη τον γέρο- Πέτρον ως συνοδίτην. Ο Γέρο-Πέτρος, μοναχός με πενιχρά ράσα, έλεγεν ότι ήτο 98 ετών. Ίσως έπεφτε όρτσα καμμίαν δεκάδα. Ήτο ακμαίος, ηλιοκαής, με σφιχτόν κόκκαλον, ηλιοκαής και σκυτοδεμένος.
Τους έδειξε μια σκλήθρα Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα, Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια, Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη, Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του... — Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;... — Οχιά με τον οσκρό της.
— Που θα πη, μωρέ γυναίκα, μοιάσαμε τους Οβριούς στην κακοτυχιά· είπε ο γέρω Μαλαματένιος στη γριά του, απιθόνοντας κάτω ένα πόδι αργαλειού. — Φτου τσ' αντίχριστους! μη μου τους μελετάς! φώναξε κείνη αγαναχτησμένη. Σε καλό σου, γέρο! Τι σούρθε κ' έπιασες να μας παρομοιάσης με τσ' αλάδωτους!... — Τ' έπαθα, λέει! τ' έπαθα!
Τον τρίτο λόχο ο Πείσαντρος οδήγαε, ο φημισμένος γιος του Μαιμάλου, πούτανε το πιο γερό κοντάρι των Μυρμιδόνων ύστερα απ' τ' Αχιλιά το βλάμη. 195 Ο γέρος πάλε Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε. Τον πέμτο του Λαέρτη ο γιος, ο άξιος Αλκιμέδος.
Όταν συχνά — πυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.
'Σ τον Κάμπο ξεχειμάζαμε μα ήταν ο γέννος πρώιμος, Έμπα Χαμένου, δούλευα 'ς του Γάκη τον πατέρα. Το ξέρει ο τσέλιγγας καλά πως είμαι σπιτιακός του, Τι εγώ τους αναλίκωσα κι' αυτόν και τον Γεωργούλα. Για πε μου από την Πρέβεζα. — Κακά μαντάτα, γέρο. Του Ζόγα 'ς το Παλιόκαστρο τον βδέλιασαν. — Αλήθεια; Τον έφα' η κακοκεφαλιά.
Αμέ ο Παυλής, της Σμαράγδας ο άντρας; Έλειπε αυτός στο δικό του το χωριό, που πήγε να φέρη τη γριά του να ξανακαμαρώση το χαδεμένο ταγγόνι της. ΤΟ είχε στο αίμα του ο Γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κ' η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κ' έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν