Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου. — Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ' εγώ είμαι να το απορήσω.

Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην. — Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε. — Τι θέλετε; — Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο. Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή. — Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν.

ΦΕΡΗΣ Ε, τι να γίνη! είναι γλυκό το φως που ο θεός μας δίνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις. ΦΕΡΗΣ Δεν χαίρεσαι, γιατί νεκρόν τον γέρο δεν κηδεύεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μα θα πεθάνης άδοξος, σαν θάρθη η σειρά σου. ΦΕΡΗΣ Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θακούω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά! ΦΕΡΗΣ Αυτή δεν ήταν αναιδής· κουτή μονάχα ευρήκες.

Το πρώτο κεφάλαιο είναι ένας ύμνος στην Τέχνη, που ο Wilde τη βάζει πιο ψηλά από τη Ζωή και τη Φύση σαν πρότυπο και δάσκαλό τους. Είναι ακόμη ένα γερό ξετίναγμα του ρεαλισμού. Στο δεύτερο διηγείται θαυμαστά την ιστορία ενός δολοφόνου αισθητικού. Στο τρίτο, διηρεμένο σε δυο μέρη, εξυμνεί την τέχνη των Ελλήνων και αποδεικνύει ότι ο κριτικός είναι καλλιτέχνης.

Εγώ, κύριοι, δεν πήγα εις τα πόδια κανενός, Και εις τούτο είνε μάρτυς αληθής ο ουρανός. Διά ποίον λοιπόν λόγον με αφίνετε απ' έξω, Και με φέρνετε εις θέσιν να εμβώ να σας της βρέξω; Όταν ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή, εσείς μονάχοι Δεν μας είπατε με χάριν να σας δείξωμεν την ράχη, Κι' όταν έλθη ο καιρός μας, θα μας πήτ' ορθά κοφτά, Να ορίσωμεν και πάλιν; . . . Αι! δεν τάπατε αυτά;

Οι περισσότεροι ήσαν ολιγόλογοι, συνειθισμένοι όπως ήσαν να ζουν με τα ζώα στις ερημιές. Αλλ' ο γέρο τυροκόμος ήξερε πολλά πράμματα. Τραγουδούσε παλαιικά τραγούδια κέλεγε διάφορα παρατσάφαρα, δηλαδή αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Από τα τελευταία θυμούμαι ένα: — Για πε Γιωργιό, μα γλίγωρα γλίγωρα «ο καβρός αυγά 'γλυφε». Εγώ τώλεγα και γελούσαν, γιατί έμπλεκε η γλώσσα μου.

ΧΟΡΟΣ Άδμητε, παύσε τώρα. Φθάνει αυτή η συμφορά· τον γέρο μην πληγώνης. ΦΕΡΗΣ Παιδί μου, σε ποιόν δούλον σου μιλείς μ' αυτά τα λόγια, σε Φρύγα ή σε ανθρώπον που πήρες στη Λυδία; Δεν είμαι τάχα Θεσσαλός ελεύθερος; Δεν είχα κ' εγώ πατέρα Θεσσαλόν κ' ελεύθερον; Με βρίζεις με λόγια που τα όρια της λύπης σου περνούνε. Μα έπειτα απ' τα λόγια αυτά δεν ημπορείς να φύγης.

Κι' οι φίλοι μόλις δύνουνταν το γέρο να βαστάξουν, π' αντίστεκε όλο κι' ήθελε όξω να βγει οχ το κάστρο.

Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.

Οι Τούρκοι λυσασμένοι Αχόρταγοι τους κυνηγούν ακόμα κ' εκεί πέρα. Εδώ ο Κώστας έχασε τον γέρο τον πατέρα. 'Σ το Βουργαρέλι οι χριστιανοί, οι Τούρκοι από κοντά τους. Οι Αγραφιώταις παρεκεί φυλάγουν τα βουνά τους.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν