United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο φιλόσοφος δεν ξύπνησε από τότε. Στο μάρμαρο του έρημου τάφου κάθονται δυο ανθρώποι. Το παλιό κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού φαίνεται κατάλευκο σα χιόνι. Κι' ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει το λευκό μάρμαρο με τα παχουλά του χεράκια. Κι' ο γέρος ανιστορεί την ιστορία του φιλοσόφου.

Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι. — Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι. Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι.

Τότε η ντόνα Έστερ σηκώθηκε ακουμπώντας το χέρι στη ράχη του πάγκου και στάθηκε παρατηρώντας τους σοβαρή. «Τι καλός μου λες;», είπε η Νοέμι, χωρίς να γελά πια. «Είναι γέρος τώρα και δεν μπορεί πια να κοροϊδεύει τον κόσμο∙ αυτό είναι όλο!

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Τότες ο γερο-Νέστορας σηκώθηκε όρθιος κι' είπε «Διομήδη, και στη μάχη εσύ είσαι γερός περίσσα, και στη βουλή όλους ξεπερνάς τους συνομήλικούς σου. Όσοι Αχαιοί, το λόγο σου κανείς δε θ' αψηφήσει, 55 δε θ' αντιπεί· μα στης δουλιας δεν πήγες κι' ως στο βάθος.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μόν ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται.

Τούμπανα και βούκινα χαιρετήσανε τον καινούργιο βασιλιά. Και τώρα μπροστά αυτός και πίσω ο γέρος ο πατέρας του με τα δάκρυα στα μάτια, μπήκανε στη μεγάλη πολιτεία. Χιλιάδες αποπίσω τους ακολουθούσανε.

Μια μέρα μου κατέβηκε να μπω σ' ένα τζαμί· ήτανε μέσα μονάχα ένας γέρος Ιμάμης και μια νέα θρήσκα, πολύ νόστιμη, που προσευχότανε· το στήθος της ήτανε όλο ξεσκέπαστο: είχε ανάμεσα στα δυο βυζιά της ένα ωραίο μπουκέττο από λαλέδες, τριαντάφυλλα, ανεμώνες, βατράχια, ζουμπούλια, ηράνθεμα. Ξαφνικά της πέφτει το μπουκέττο· το σήκωσα και το ξανάβαλα στη θέση του με πολλή προθυμία και σεβασμό.

Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.