Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Π. το παρετήρησεν, αλλά βλέπεις, όταν τ α ξ ε ι δ ε ύ η δ ε ν η μ π ο ρ ε ί ν α σ τ α θ ή. Διά τούτο εξηκολούθησε μόνος την δολιχοδρομίαν του.
Βλέπεις εσύ μου είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται.
Ως βλέπεις το φοβερόν τούτο κτύπημα έγεινε μάλλον εξ αιτίας της ορμής του ίππου παρά εκ της θελήσεως και της δυνάμεως του ανθρώπου. Ηγανάκτει λοιπόν ο Αρσάκης διότι ετάσσετο εις την αυτήν με τους άλλους τάξιν και απήτει να καταβή έφιππος. Ο δε Ορείτης είχε τόσον αβρούς τους πόδας, ώστε ούτε να σταθή, ούτε να βαδίζη ηδύνατο.
Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες; — Όχι. — Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται.
Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο ένας 'ς τον άλλον.
Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.
Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκα;» της λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμε;» μου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω.
Στα σανδάλια της έχει ραμμένα ασημένια κουδουνάκια. Φαίνεται θυμωμένη. ΕΥΝΙΚΗ. Τι τρέχει; Μόλις γύρισες βρισιές και προστυχιά μας επλημμύρισες.. . . Ευνίκη, πως βγαίνεις μόνη στο Παλάτι τέτοιαν ώραν;. . . ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι μ' αρέσει.. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα κρυώσης.. . . ΕΥΝΙΚΗ. Για ξεφόρτωνέ με τώρα.. . . Πολύ σε νοιάζει, βλέπεις, αν κρυώσω. Τι ψεύτης που κατήντησες. Ως τόσο 'γώ τάμαθα!
Πήγαινε να το διής και δεν έχεις ανάγκη να διαβάσης μυθολογία μήτε κανένα βιβλίο που γράφει για τους αρχαίους θεούς. Το βλέπεις κι ανατριχιάζεις. Δες αμέσως πως εκεί, μέσα στο σύννεφο και στην καταχνιά, εκεί θα κάθουνται θεοί. Τέτοια θυμούμουν όταν ανέβηκα στο βαπόρι, κ' είμουν πολύ συλλογισμένος. Είχα μεγάλο καημό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν