Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Οι δραγάτες οι αρβανίτες κ' οι φυλαχτάδες των μπέηδων και των αγάδων της Καραβατιάς, όλοι εκεί συναπαντώνταν κ' έλεγαν τα σκηπετάρικά τους. Άσε την Πρωτομαγιά και τέτιες άλλες χρονιάρικες μέρες, όπου δεν είχενε πού να βάλη τον κόσμο να κάτση 'ςτον καφενέ του ο Αζώηρος. Εκόντευαν κάποτε να ξυπνήσουν μέσα του και να ξανανάψουν τα παλιά όνειρα κ' οι σβεσμένοι πόθοι για ν' αρχοντέψη και με τον καφενέ.

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια που θα της βάλη στον νεκρό. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Τουλάχιστον ας μάθη πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αλήθεια, η καλλίτερη!

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Γιατί από τη γυναίκα μου βγήκε ένας αχός πόνου, που έλεγε πως μ' άκουσε, χωρίς όμως να μπορέση να βάλη το άψυχο χέρι της απάνω στο κεφάλι μου. Εκείνον τον αχό μπορώ και τον ακούω κι αυτή την ώρα ακόμα. Για να μπορέση να προφέρη τα λόγια που πρόφερε, πάλεψε ώρες εκεί. Κι όταν τα πρόφερε, ξαναέπεσε στην ησυχία. Ειρήνη βασίλεψε στην όψη της. Δεν ήθελε πια τίποτε, δεν πιθυμούσε τίποτε.

ΡΕΓ. Εγώ δεν το πιστεύω ότι αμέλησέ ποτε τα χρέη της εκείνη. Εάν τους ακολούθους σου θέλη να βάλη εις τάξιν, έχει νομίζω αφορμήν και λόγους έχει τόσους, ώστε κανείς δεν ημπορεί να την κατηγορήση. ΛΗΡ Να έχη την κατάραν μου! ΡΕΓ. Αυθέντα, είσαι γέρος· η φύσις πλέον σ' έφερετου δρόμου της την άκρην.

— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.

Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Μα έμνησκαν κι άλλοι πολλοί θησαυροί, κι αυτούς σοφίστηκε να βάλη στο χέρι ο Αριστίωνας. Για κακή του όμως τύχη διάλεξε κάποιο &δάσκαλο& να του φτειάξη αυτή τη δουλειά, τον Απελλικώντα. Ο Απελλικώντας είτανε φιλόσοφος, φιλόβιβλος, και φιλάρχαιος. Η βιβλιοθήκη του περιξάκουστη. Την πήρε κι αυτή κατόπι ο Σύλλας και τη μετάφερε στη Ρώμη. Από στρατιωτικά όμως ο σοφός Απελλικώντας δεν κάτεχε.

Αν ήθελες, θάλεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενή ο γάμος, ας με βάλη να δουλέψω να χτίση δέκα σπίτια μαγάρι. Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά. — Να του το πης θες; ηρώτησεν ο Μανώλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της. — Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν