United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα, αφού απέλυσεν η λειτουργία, ο παπάς έπιε τον καφέν και την ρακήν του, έξωθεν ακριβώς της θύρας του ναΐσκου, εις το ύπαιθρον, πλησίον της φωτιάς της αναμμένης διά την υπηρεσίαν του θυμιατηρίου, και διά το ζέον, απεχαιρέτισε την γυναίκα και απήλθεν.

Και αυτός ο σοφός Πυθαγόρας ήλθε προς εμέ προ ολίγου καιρού, όταν δε με εγνώρισε και είδεν ότι εκείνα τα οποία είχεν ακούσει περί εμού δεν ήσαν ακριβή, με απεχαιρέτισε με επαίνους διά την δικαιοσύνην μου και συλλυπούμενός με διά τας σκληρότητας εις τας οποίας ήμουν ηναγκασμένος να προσφεύγω.

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.

Αλλά διά τούτους τους λόγους λοιπόν πρέπει να έχη πεποίθησιν διά την ψυχήν του εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος εις το διάστημα της ζωής του τας μεν άλλας ευχαριστήσεις τας σωματικάς και τους στολισμούς απεχαιρέτισε, διότι είναι ξένοι δι' αυτόν, και επειδή ενόμισεν ότι αυτοί προξενούν εις αυτόν το κακόν, επεδίωξε δε τας ευχαριστήσεις της μαθήσεως, και αφού εστόλισε την ψυχήν του όχι με στολισμόν ξένον, αλλά με τον ιδικόν της, δηλαδή με εγκράτειαν, και δικαιοσύνην, και ανδρείαν, και ελευθερίαν, και αλήθειαν, τοιουτοτρόπως περιμένει το ταξείδιον διά τον τόπον του Άδου, διά να υπάγη εκεί, όταν η ειμαρμένη τον καλέση.

Και επανέλαβε: — Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση. Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας. Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.

Βλέπεις τα άχυρα εκείνα; σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον; σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός. Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε. Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του. Λέγει τότε το Φάσμα: — Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος!

Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;

Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.

Μετά τινας άλλας παρατηρήσεις προσέτι, ας ο χρονογράφος δεν απεμνημόνεσε μετ' ίσης ακριβείας, η Καρμήλη απεχαιρέτισε την Αϊμάν. Αλλά πριν ή εξέλθη, ενεθυμήθη ν' απευθύνη προς αυτήν τελευταίαν τινά συμβουλήν, ην ενόμιζε λίαν επείγουσαν. Εστάθη κρατούσα ημίκλειστον την θύραν, και στραφείσα προς την νέαν τη είπε·Μη λησμονήσης να είπης την προσευχήν σου πριν να κοιμηθής.