Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
ΜΑΛΚΟΛΜ Δεν σε προσβάλλω, και μόνον από φόβον σου δεν είναι όσα είπα. Πιστεύω ότι ο ζυγός βαρύνει την πατρίδα· τρέχει το αίμα της· πονεί· στενάζει· κάθε 'μέρα και μία νέα μαχαιριά νέαν πληγήν ανοίγει. Χέρια πολλά να σηκωθούν διά τα δίκαιά μου, το 'ξεύρω, δεν θα έλειπαν.
Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.
Ο Ρήγας εσηκώθηκε, Παίρνει τον ταμπουρά του. Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά, Και ψιλοτραγουδάει: « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Τ' αηδόνι τραγουδάει, » Φωνάζει ο κούκος 'ς τα κλαριά » Κι' ανοίγει τα φτερά του.»
Μα τέλος πια στους πύργους σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι, εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν· ύπνο όμως ο αργοφονιάς Ερμής τους περεχύνει 445 όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.
Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.
Ανοίγει τα μάτια του χαμογελώντας και ξαφνισμένος και καλός, ψιθυρίζει: — Μπα! με πήρε ο ύπνος· πέρασε η ώρα. Πάμε να κοιμηθούμε...
Δίχως άλλο γυρίζει από τη φίλη του και βλέπει ακόμη όνειρα γι' αυτή. Δε θάτανε ευγενικό να τον ξυπνήσουμε. Μόνο ακολούθα με από μακρυά». Έφτασε τον Ντινάς, έπιασε σιγά το άλογο από τα γκέμια, κι' αθόρυβα εβάδισε δίπλα του. Στο τέλος ένα σκόνταμα του αλόγου ξύπνησε τον Ντινάς. Ανοίγει τα μάτια, βλέπει τον Τριστάνο, διστάζει: «Συ, Τριστάνε, εσύ! Ο Θεός να ευλογήση την ώρα που σε ξαναβλέπω.
Όσοι είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό.
Τότε βλέπουν το Τελώνιον και ανοίγει την κασέλαν, και ευθύς βγάζει έξω μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, στολισμένην με ευμορφότατα φορέματα και λέγει της το Τελώνιον· ω ωραιοτάτη μου αγαπητική, που σε άρπαξα από τας αγκάλας του νυμφίου σου την ιδίαν ημέραν των γάμων σου, και σε ηγάπησα πάντοτε με όλην μου την επιθυμίαν, ευχαριστήσου για να κοιμηθώ ολίγον εις τα γόνατά σου, να αναπαυθώ ολίγην ώραν, επειδή διά τούτο ήλθα εις τούτον τον έρημον τόπον.
Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν