United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.

Αλλ' αν ο τροχός ανεβαίνη τον ανήφορον, αγκάλιασέ τον να σε σύρη κ' εσένα επάνω. — Αν εύρης σοφόν να σου δώση πλέον σωστήν συμβουλήν, δος μου οπίσω την ιδικήν μου. Αφού είναι συμβουλή τρελλού, ας την ακολουθήσουν οι ανόητοι. Όποιος κοπιάζει διά να κερδίσει, κι' όποιος αγαπά προς το θεαθήναι, θα το στρήψη άμα η βροχή αρχίση. Εις την τρικυμίαν συ, αν θέλης, μείνε, Αλλ' εγώ δεν φεύγω.

Μην το κακοβλέπης το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα. Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντής λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνη το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους. Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα.

Μονάχα τους θάρθουν τα γράμματα κ' οι Χημείες. Ας μάθη πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία τουτη Χημεία του ας ανεβαίνη στο βουνό κι ας τη μαθαίνη. Κ' η λογιότη σου, που ξέρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.

Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς. Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, — Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Και άρχισε να κολνά και ανεβαίνη εις το δένδρον και φθάνοντας τον σύντροφόν μου που ήτον παρακάτω, τον εκατάπιε και ανεχώρησεν.

Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού.

Ο ποταμός αυτός ήτανε ο Αχέρων, το μακρυνό περιγιάλι ήτανε ο απάνω κόσμος, κ' οι παρθένες, που ένας βουβός θρήνος φαινότανε ν' ανεβαίνη από το θλιβερό τους αγκάλιασμα, ήτανε οι ψυχές που δε γνωρίσανε τη χαρά της αγάπης στη ζωή τους. Χιλιάδες ήτανε οι θλιμένες ψυχές απάνω απ' τα μαύρα νερά του ποταμού..... Αυτή ήτανε μία στάμπα.