Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.

Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή κ' οι δυο τους, πατέρας και μάννα. Ώσπου όμως να ξανανοίξη το στόμα του ο Μυλόρδος, που έτρεμε μην τύχη και τους παραταράξη, βρέθηκε ταντρόγυνο αγκαλιαστό, κι άλλο πια τώρα δεν άκουγες παρά κλάψες κι αναρρουφήματα. — Να σας πω τώρα και κάτι άλλο, κάνει ο Μυλόρδος, να μη χασομεράτε και πολύ.

Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς.

Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο. Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

Δυο ώμορφες και τρυφερές αρχοντοπούλες να σέρνωνται άσπλαχνα από τα μαλλιά κι από τα χρυσά μανίκια τους με κλάμματα και με μεγάλους σκουσμούς. Εταράχτηκαν όλα τα Γιάννινα εκείνη τη νύχτα. Όλοι είμασταν στο ποδάρι, μα κανένας δεν έκρινε για να μη γένη διπλό και τρίδιπλο το κακό. Τες συνοδέψαμαν μοναχά, έτσι αμίλητοι, ως στο σπίτι που τες έκλεισαν. Μα αντίς δίκιο εκεί ηύραν βρισιές και δαρμούς.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Και να μην είνε, λέει, θάλασσα παρά να είνε στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! Άσκημο, άσκημο όνειρο. Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα! Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο. Δέσπω.

Μείνανε μερική ώρα όλοι τους αμίλητοι, όλοι στεκάμενοι ο ένας αντίκρυ του άλλου, μες στο χαμώγι. Κι ότι σάλευε ο Πανάγος τ' αχείλι του κάτι να πη, κάτι να μουρμουρίση, χτυπάει αποπάνω η γριάείταν ανήμπορη αυτή κ' έμενε σπίτικαι φωνάζει πως να μην κρυώση ο καφές. Ανέβηκαν, κι άλλαξαν ομιλία. Ελιές, μαζώματα, λαγούς, κάστανα, κυνήγι, Τούρκους, τουφεκιές, μπαλλοτές, κ' έτσι πέρασε κάμποση ώρα.

Ο Βαγγέλης απ' τη μια μεριά του κρεββατιού, η γυναίκα του από την άλλη, πάντα οι ίδιοι, σκυφτοί κι' αμίλητοιΠέσε, κυρά Ασημίνα, να ξεκουραστής λιγάκι κ' εγώ τον παραστέκω. Θαρρωστήσης και συ. Πήγαινε, πέσε. Ντυμένη έγερνε λιγάκι στον καναπέ η γυναίκα του. Σηκωνότανε, κ' έπεφτε ο Βαγγέλης. Αυτό γινότανε τρεις μέρες τώρα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν