Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Πώς του Διός ο κεραβνός χάμου ξαπλώνει λέφκα με ρίζες κι' όλα, και φριχτά βρωμάει το θιάφι γύρω, 415 κι' άξαφνα αν τύχει και τον δεις, σε κόβει κρύος ίδρος κοντά αν βρεθείς, τι του Διός δε χωρατέβει ο χτύπος· το ίδιο αμέσως στρώθηκε κι' εκείνος μες στις σκόνες.

Φωνάζει ο λαός και διαμαρτυριέται. Αυτό ήθελε κι ο Ευσέβιος. Καταμηνάει το λαό του Κωσταντίνου, πως τάχα σήκωσε Στάση. Ακούγει Στάση ο Κωνσταντίνος και φρενιάζει. Στέλνει αμέσως έναν Κόμητα της Αυλής του κ' επικυρώνει τη συνοδική την απόφαση.

Οι πέριξ θάμνοι ανέδιδον ευωδίαν ζωογόνον, αι σιταρήθραι πετώσαι ορμητικώς προς τα ύψη επλήρουν τον αέρα με το κελάδημά των, η φύσις εφαίνετο φαιδρά όλη και ευτυχής, ενώ ο λεπρός απέθνησκεν εντός της καλύβης του. Αίφνης ο γέρων χωρικός ήκουσε βηματισμόν πλησίον του ελαφρόν. Εστράφη απορών και είδεν ερχομένην προς την καλύβην την γυναίκα του ιερέως. Ηγέρθη αμέσως και προέβη εις προϋπάντησίν της.

Ηρεύνησαν συγχρόνως οι Αθηναίοι λεπτομερώς όλας τας άλλας παραβιάσεις της συνθήκης και εθεώρησαν εαυτούς ως εξαπατηθέντας· διά τούτο αποκριθέντες τραχέως προς τους πρέσβεις απέπεμψαν αυτούς. Ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν τας διαφοράς ταύτας προς τους Αθηναίους, οι εν Αθήναις επιθυμούντες την διάλυσιν των συνθηκών ήρχισαν αμέσως τας ενεργείας των.

Εκείνη τον γνώρισε αμέσως από τα μάτια, μάτια μεγάλα, αμυγδαλωτά με γαλαζοπράσινο χρώμα∙ ήταν τα μάτια των Πιντόρ, αλλά η αναστάτωσή της μεγάλωσε όταν ο ξένος πήδησε επάνω στα σκαλιά της εξώπορτας και την έσφιξε στα δυνατά του μπράτσα. «Θεία Έστερ! Εγώ είμαι…. Οι άλλες θείες;» «Είμαι η Νοέμι….», είπε λίγο προσβεβλημένη, αλλά αμέσως σκλήρυνε τη στάση της. «Δεν σε περιμέναμε.

Αλλ' η μήτηρ του σιωπώσα ήρχισε να κλαίη. Τα σιωπηλά αυτά δάκρυα τόσην εντύπωσιν επροξένησαν εις την ευαίσθητον ψυχήν του νέου Βασιγκτώνος, ώστε αμέσως επαναφέρει το κιβώτιον από την λέμβον εις την οικίαν, και θυσιάζει προθύμως τον ναυτικόν έρωτά του ενώπιον της υιικής του αγάπης.

Ποιος μ' εφώναξε! . . . Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς. «— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»

Φτερανεμίστηκε η χαρά, θρονιάστηκεν η λύπη Έπαψαν τα λαλούμενα και τα γλυκά τραγούδια Κι’ ο Γιάννος πο τη λύπη του και την απελπισιά του Έπεσε αμέσως άρρωστος βαρυά για να πεθάνη. Δέκα γιατροί μπαινόβγαιναν, και δέκα παραστέκαν Στου Γιάννου το προσκέφαλο, στου Γιάννου το κρεβάτι, Και γιατρικό δεν βρίσκονταν και βότανο κανένα της πονεμένης του καρδιάς τον πόνο να γιατρέψη.

Έμπροσθεν της καλύβης ο νέος διέκρινε την στιγμήν εκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, αμαυράν, κύπτουσαν προς το ύδωρ. Ο νεαρός ναύτης δεν επίστευσεν ότι ήτο φάντασμα, ούτε καν βάσκαμα. Εκ της υπόπτου δε ησυχίας, την οποίαν ετήρει η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρόν κρότον, εφαίνετο ότι δεν ήτο αγρίμιον. Ο νέος ενόησεν αμέσως κ' έσπευσε να φωνάξη·Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!

Η γλώσσα που γράφει κανείς πρέπει να είναι σαν το νερό της λίμνης, που όλος ο κόσμος αμέσως μπορεί να δη τον ουρανό που την έχει καθρέφτη, μα που λίγοι, πολλοί λίγοι γνωρίζουν και ξεδιαλίσανε με τι στοιχεία, με τι κύματα, κι από πού παρμένα, είναι καμωμένο το ήσυχο εκείνο της λίμνης το νερό.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν