United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.

Γύρισαν αμέσως αυτοί να χτυπήσουν τους Ούνους. Οι άλλοι όμως οι δικοί μας, που ως τα τώρα έφευγαν, γύρισαν τώρα κι αυτοί καταπάνω στους Πέρσους. Οι άλλοι Πέρσοι πάλε, που έμειναν απέξω μαζί με τους «Αθάνατους», άμα είδαν την ιερή τους σημαία πεσμένη, τρέξανε να χτυπήσουν όσους είχαν κοντά τους. Έγινε σκοτωμός πολύς. Έπεσε κι ο Πέρσος ο στρατηγός εκείνης της μεριάς, ο Βαρεσμάνης.

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Αυτοί δε έπεμψαν αμέσως τριάκοντα ιππείς διά να προφυλάξωσι τα ζώα των και τα των κατοίκων και να καταδιώξωσι τους Έλληνας. Ενώ επροχώρουν οι ιππείς ούτοι προς τον λόφον, απαντώσιν ένα στρατιώτην Βούλγαρον από την εμπροσθοφυλακήν του Ελληνικού στρατεύματος, ο οποίος επροχώρει μόνος προς την Δομπραίναν, νομίζων ότι οι φαινόμενοι ιππείς ήσαν Έλληνες.

Μόλις ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν να φέρη όπλα και αμέσως συγκατετάχθη εις έν σώμα κλεπτών, σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονώτερον της ελευθερίας το ελατήριον και των όσοι, καταδυναστευθέντες παρά των Τούρκων, δεν ηδυνήθησαν να εύρουν δίκαιον.

Ο κουρήτος, το ξύλινον βυτίον, εν ώ φυλάσσεται το αλίπαστον κρέας των πλοίων, εννοούσεν αμέσως τον δεξιόν μάγειρον, από το βύθισμα των χειρών του μέσα εις τους γάρους, ότε αφ' εσπέρας ελάμβανε τεμάχια, ίνα τα ξαλμυρίση, και επευφήμει, θαρρείς με χαράν, τραντανιζόμενος εις τα στερεά βάθρα του, ο ξύλινος κουρήτος. — Κακό σημάδι, βρε παιδιά! έλεγε τότε ο Μέλτος ο Μισακός . .

Πρωταγόρα και Σωκράτη, αν δεν παθαίνη αυτό που λέγομεν, να νικάται από την ευχαρίστησιν, αλλά τι άρά γε είναι αυτό και τι το λέγετε σεις ότι είναι; Ειπέτε μας. Αν λοιπόν τότε αμέσως σας ελέγαμεν ότι είναι αμάθεια, θα μας επεριπαίζατε· τώρα δε αν γελάσετε με ημάς, θα γελάσετε και με τον ίδιον εαυτόν σας.

Και ποιος αριθμός εκέρδησε, παπάκη, ερωτά η δεσποινίς Ασπασία· μήπως είνε ο δικός μου; — Όχι, κόρη μου είνε ο αριθμός που . . . Και παρ' ολίγον ωλίσθαινεν εις το βάραθρον η γλώσσα του Περδίκη. Αλλ' ο ευφυής Έλλην εκλονίσθη μόνον, χωρίς να πέση, και διορθών αμέσως την φράσιν του εξηκολούθησεν ατάραχος·Από τους αριθμούς που είχα φυλάξει εις το γραφείον. — Επήρες την ομολογίαν, πατέρα;

Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι.