Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι. Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη. Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.
Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. — Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .
Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμου.» Με φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.
Μέσα 'ς τα σπλάγχνα έβραζεν Η φλόγα. Και τη 'μέρα, Που 'ς την Παρθένο έστειλε Για να ευαγγελίση Τον Άγγελό του ο Θεός, Ότι θε να γεννήση Τον Ιησού . . . Πετάχθηκε Κ' η φλόγα 'ς τον αέρα. Ξεχείλισε ο Βεζούβιος . . . Εσείσθηκαν οι τόποι . . . Και μες 'ς τα πέρατα της γης, Το βροντερό τουφέκι Του Έλληνος ακούσθηκε . . . Φρικτό αστροπελέκι Κτυπά τους Τούρκους . . . Τρόμαξε 'ς τον ύπνο τσ' η Ευρώπη.
Ο γέρο — φιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.
Τι κρύα ανατριχίλα!... Κι' ακούσθηκε: «&Αλή-Πασσά!.. » Καλά παθαίνεις! ..» Σβύννει.& Τα νεανικά αυτού έτη διήλθεν εις την ποιμενικήν ζωήν επί των ορέων της πατρίδος του. Ούτος είχεν υπηρετήσει εις τον πατέρα του Βεζύρου και παρακολουθήσας τρόπον τινα την τύχην του Αλή, είχεν αποκτήση επί του πνεύματος αυτού μεγάλην επιρροήν.
Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.
Ήταν αυτά καθώς έλεγαν, αντικλείδια, για ν' ανοίγη τα κελλιά και της κασσέλες των καλογήρων που υποπτευότανε, θα εργάσθηκε ως μια ώρα, όταν από την κάμαρα, που ήταν στο βάθος, ακούσθηκε αδύνατο περιπάτημα και σε λιγάκι ανοίχθηκε η πόρτα και στο κατώφλιο εφάνηκε η μάννα του 'γουμένου, κάτασπρη μέσα στο μαύρο της ράσο. Εθύμωσε ο 'γούμενος.
Όταν ο Απρίλης έχυσε τα χνώτα τα ζεστά του Κι' ο Πίνδος ξεφορτώθηκε τα χιόνια τα πολλά του, Ανέβηκαν και 'ς τα βουνά τα Τούρκικα σ' ασκέρια Και πήραν σβάρνα τα χωριά για κλέφτικα λημέρια. Η Καλαρύταις χάλασαν, και το Συρράκου αντάμα, Και του Μεσολογγιού κ' εδώ ακούσθηκε το κλάμα. Όσοι γλυτώσαν έφυγαν γυμνοί και τρομαγμένοι Προς των Τζουμέρκων τα βουνά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν