United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος, σφραγίζων την συνδιάσκεψιν, — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός, δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις. — Ας μας λείψη!

ΑΡΓΓΑΝ Πώς τίποτα; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Τίποτα. Πρέπει μόνο ν' αναπαύεται. Η φύσις, όταν την αφίνωμε ελεύθερη, ξανάρχεται μονάχη της στον κανονικό της δρόμο. Η ανησυχία μας και η ανυπομονησία μας της τα χαλάνε. Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι πεθαίνουν από τα γιατρικά των και όχι από την αρρώστειά των. ΑΡΓΓΑΝ Πρέπει εν τούτοις να συμφωνήσης, αδελφέ μου, ότι μπορούμε να βοηθήσωμε τη φύσι αυτή με μερικά πράγματα.

Αδελφέ, ακολούθει με μη με αφήσης μοναχόν. Ο Σχαζηνάν του απεκρίθη ότι έρχομαι μαζί σου, όμως με τέτοιαν υπόσχεσιν, πως να γυρίσωμεν οπίσω όταν εύρωμεν ένα άλλο παράδειγμα μεγαλύτερον από το ιδικόν μας.

Κ' εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα 'μάτια έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη. Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο να σου ζητήσω ημπορώ; ΜΟΝΤΕΚΗΣ Εγώ θα δώσω κι' άλλο.

ΑΡΓΓΑΝ Αυτά είνε μωρίες. Άσ' τα, αδελφέ μου, ας μη μιλούμε πεια γι' αυτό τον άνθρωπο. Μου ανάβει τη χολή και θα μου χειροτερέψης την κατάστασί μου. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Όπως θέλεις, αδελφέ μου. Ας αλλάξωμε ομιλία.

Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώκαμα, να μη σε γδύσουν . . . Σου χρειάζουνται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά . . . να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ! . . . Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κ' εξέπνευσε. Μόλις απέδωκε την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.

Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον. — . . . Και είσαι πραιτωριανός; — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκείκαι ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν. — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν! — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς. — Σε ευχαριστώ, αδελφέ.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Και τρέχουν όλα αυτά, και όλοι αυτοί με ταχύτητα δαιμόνων, με βοήν χιλίων καταρρακτών του Νιαγάρα! — Ούρρα Αμέρικα! — Μα βρε αδελφέ, μα βρε αδελφέ, λέγω ξεγλωσσισμένος προς ένα ερυθρόδερμον, τι κάνετε εδώ; Θα σκάση όλη η Αμερική; — Δεν ξέρεις τι κάνομεν! μου είπε θαυμάζων ο Ινδός και σείων εν αγανακτήσει το μέγα κέρατον το οποίον του εχρησίμευεν ως πολεμικόν στόλισμα της κεφαλής.