United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας η ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα.

Ωφελήσου από το σκότος της νυκτός και φύγε! — Μήπως είπες ποτέ σου τίποτε κακόν κατά του Κορνουάλη; Εδώ απόψ' εξαφνικά προσμένεται ο δούκας, μαζί του και η δούκισσα. Θυμήσου, μήπως είπες κανένα λόγον κατ' αυτού; Εφάνηκες να παίρνης το μέρος του συγγάμβρου του; ΕΔΓΑΡ Ποτέ μου. Ούτε λέξιν! ΕΔΜ. Ακούω τον πατέρα μου. Θα σ' εύρη! Αδελφέ μου, θα καμωθώ επίτηδες πως τάχα ξεσπαθώνω.

Και η μητέρα μου, που η φωνή της ήταν γλυκιά σαν φρούτο, θυμάμαι, έλεγε: αρκεί ο Ιστένε μου να μείνει αθώος, τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι, που λες, αδελφέ μου, μου έφαγαν την περιουσία όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα μου, με τσιμπολόγησαν σαν να’ μουνα ένα τσαμπί σταφύλι, όλοι τους, συγγενείς και γνωστοί∙ ο Θεός να τους συχωρέσει.

Α! . . . δεν αντέχω πλέον! ΒΕΡΑΛΔΟΣ Τι συμβαίνει, αδελφέ μου; Πώς είσαι; ΑΡΓΓΑΝ Αχ! αδελφέ μου, πολύ άσχημα. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Πώς είσαι, πολύ άσχημα; ΑΡΓΓΑΝ Ναι, έχω μεγάλη αδυναμία, απίστευτη αδυναμία. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Α! αυτό είναι δυσάρεστο. ΑΡΓΓΑΝ Δεν έχω δύναμι ούτε να μιλήσω. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Έρχομαι, αδελφέ μου, να σου προτείνω ένα γάμο για την Αγγελική, την ανεψιά μου. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Α! μπράβο!

Ο άλλος, ο καπετάν-Γιάννης, διηγείτο ταύτα κατά το φαινόμενον παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, εις τους στενωτέρους φίλους του. — Ακού εσύ, βρε αδελφέ!... Να έχη βάλη όλο το σεβντά της στο σπίτι της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της!

Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών, ακούσας το φοβερόν εκείνο δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι χωρίς να το περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις είπεν αυτός: δ ε ν β α ρ η έ σ α ι, χωρίς να το προσδοκά ο εις ον απετείνετο. — Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!

Καίτοι ξένη, δεν δύναμαι να μη λυπηθώ διά την δυστυχίαν του ξένου τούτου βασιλέως. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αδελφέ, δος μοι να σφίγξω την χείρα σου ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ιδού, λάβε την. Είσαι συ ο ευτυχής κ' εγώ ο άθλιος.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Ουδέποτε θα συναινέση εις τούτο. ΟΚΤΑΒΙΑ. Χαίρε, αδελφέ μου, χαίρε, φίλτατε Καίσαρ. ΚΑΙΣΑΡ. Επέπρωτο να σε ονομάσω απόβλητον. ΟΚΤΑΒΙΑ. Δεν με ωνόμασες ποτέ, αλλ' ούτε έχεις λόγον να με ονομάσης ούτω. ΚΑΙΣΑΡ. Διατί ήλθες τόσον αιφνιδίως; Δεν έρχεσαι ως αδελφή του Καίσαρος.

Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ.

Ο Καλίφης, εμβαίνοντας εις αυτό, είδε πολλούς ανθρώπους του σπητιού σκλάβους και ελευθέρους, που επερνούσαν τον καιρό τους με χαρές και παιγνίδια καρτερώντας τες προσταγές του αυθέντου τους· και πλησιάζοντας εις ένα από αυτούς, του είπε· Αδελφέ, σε παρακαλώ, ύπαγε να ειπής του αυθέντου σου, ότι ένας ξένος επιθυμεί να ομιλήση με αυτόν.