Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Αφού πάντες ούτοι έλαβον θέσιν και απηγγέλθη το «Φ ά γ ο ν τ α ι π έ ν η τ ε ς», κόψας ο Νικήτας τεμάχιον άρτου προσέφερεν αυτό εντός αργυρού δίσκου εις την εικόνα της Παναγίας, ήτις κατά τα συμπόσια των τότε ευσεβών χριστιανών ελάμβανε πάντοτε την πρώτην μερίδα, ως η θυγάτηρ της Ρέας παρά τοις αρχαίοις. Μετά ταύτα εφρόντισεν ο Επίσκοπος και περί των συνδαιτυμόνων του, βυθίσας την μάχαιραν εις την κοιλίαν παχέος εριφίου, εξ ης ανοιχθείσης διεχύθη αμέσως ευφρόσυνος σκορόδων, κρομμυδίων και πράσων οσμή, δι’ ων το ζώον εκείνο ήτο μετά θαυμαστής τέχνης ωνθυλευμένον. Μετά το ερίφιον παρετέθησαν ιχθύες διά χαβιαρίου ηρτυμένοι και έπειτα πρόβατον μετά μέλιτος και κυδωνίων. Η Ιωάννα συνειθισμένη εις τα απλά και ακαρύκευτα φαγητά της τότε Γερμανίας, όπου και αυτά τα συμπόσια ήρχιζον και ετελείωνον, ως εν τη Ιλιάδι, δι' οπτών κρεάτων, εβύθιζε το πηρούνιον μετά δισταγμού και δυσπιστίας εις τα πολύπλοκα εκείνα προϊόντα της βυζαντινής μαγειρικής. Ότε δε εγεύθη τον μετά πίσσης, γύψου και ρητίνης συγκερασμένον οίνον της Αττικής, απέστρεψε μετά τρόμου τα χείλη, φοβηθείσα μη οι Αθηναίοι εκείνοι επότισαν αυτήν κώνειον, ως τον Σωκράτην. Ο γείτων της μοναχός τη προσέφερεν ως αποζημίωσιν έτερον ποτήριον· αλλά και τούτο προυξένησεν έτι μείζονα εις την ημετέραν Γερμανίδα αηδίαν, πλήρες ον καλογηρικού τίνος ποτού, καλουμένου β α λ α ν ί ο υ , όπερ εφεύρε πιθανώς ο Άγιος Αντώνης, βράσας του χοίρου του τας βαλάνους, και το οποίον σώζεται ακόμη εν τοις Σχολείοις της Ελλάδος, παρατιθέμενον αντί κ α φ έ εις τους δυστυχείς υποτρόφους. Ενί λόγω η τε Ιωάννα και ο Φρουμέντιος εκάθηντο εις την πολύοψον εκείνην τράπεζαν νήστεις και διψαλέοι, ως οι φράγκοι πρέσβεις εις τα συμπόσια του Νικηφόρου, μέχρις ου ευσπλαγχνισθείς αυτούς ο φιλόξενος Νικήτας διέταξε να παρατεθούν οπταί τρυγόνες, μέλι του Υμηττού και άδολος οίνος της Χίου. Εις την θέαν του περιέχοντος το θείον εκείνο ποτόν ερυθρού σταμνίου αι ζοφεραί όψεις των καλών ασκητών ήστραψαν υπό της χαράς ως ο Άδης, ότε κατέβη εις αυτόν ο Σωτήρ, πάντες δε έτειναν μετά προθυμίας το ποτήριον εις το πορφορούν νέκταρ της πατρίδος του Ομήρου, αποδεικνύοντες ούτω ότι η ανθρωπίνη φύσις υπόκειται μεν, ως και αι εγκυμονούσαι γυναίκες, εις ιδιοτρόπους ορέξεις, δυναμένη ν’ αγαπήση το βαλάνιον, την ρυπαρότητα, τους χοίρους και τον ρητινίτην, αλλ’ άμα το αληθές και άδολον καλόν υφ’ οιανδήποτε μορφήν επιλάμψη, ευθύς στρέφεται προς εκείνο, ως η μαγνήτις προς τον πόλον και οι δαιτυμόνες του Νικήτα προς το σταμνίον της Χίου. Σοφισταί μοι φαίνονται, οι ισχυριζόμενοι ότι έκαστος λαός ή και άνθρωπος έχει ίδιον τίνα τύπον του καλού και ψευδής η παροιμία π ε ρ ί ο ρ έ ξ ε ω ν ο υ δ ε ί ς λ ό γ ο ς . Εκ της αυτής ζύμης είναι πεπλασμένα πάντων των απογόνων του Αδάμ τα όμματα, τα ώτα και τα χείλη· ε ί ς ά ρ τ ο ς κ α ι έ ν σ ώ μ α ο ι π ο λ λ ο ί ε σ μ έ ν και εις πάντας αρέσκουσιν αι παρθένοι της Κιρκασίας, οι αδάμαντες των Ινδιών, οι ίπποι των αράβων, αι στήλαι του Παρθενώνος, αι σταφυλαί της Κωνσταντινουπόλεως, οι πόδες των Ισπανίδων, ο πάγος εν ώρα θέρους, τα ιταλικά άσματα και οι οίνοι της Γαλλίας· και αυτοί δε οι μαύροι της Αφρικής προτιμώσι τας λευκάς γυναίκας μάλλον ή τας Αιθιοπίδας. Αν είς τινα των ημετέρων εκκλησιών ενεφανίζετο
Το κορίτσι αυτό εδώ επάνω εις το βουνό ήτο δροσερό, 'σάν το λευκό το χιόνι, γεμάτο σφρίγος σαν το τριαντάφυλλον των Άλπεων και ταχύπους σαν το ζαρκάδι, αλλά όμως από την πλευράν του Αδάμ φιασμένο, όπως και ο Ρούντυ.
— Διά τας αμαρτίας του Αδάμ κατεστάθησαν όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί και θνητοί. — Πολύ καλά, μπράβο! είπεν ο διδάσκαλος, όστις την στιγμήν εκείνην ακριβώς είχε τον νουν του εις την αρραβωνιαστικήν του. Είτα επανέλαβε· — Τώρα ας μεταβώμεν εις την Γεωγραφίαν.
Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.
Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού.
Και ούτω, με μόνον το θλιβερόν τούτο επεισόδιον ήλθεν εις τον Γολγοθάν, τον λεγόμενον Κρανίου τόπον. Εκεί, κατά την παράδοσιν, έκειτο τεθαμμένον το κρανίον του Αδάμ, αι δε σταγόνες αι πεσούσαι από του αίματος του Χριστού, έκαμαν τον Αδάμ ν' αναστή εκ νεκρών.
Τι αλλαγή είναι ο μεγάλος φυσικός νόμος, ο μόνος ίσως που βλέπουμε καθαρά και που σε κάθε πράμα, στάστρο που φέγγει, στο λουλούδι που φυτρώνει και στη λέξη που γεννιέται, μας φανερώνει την ύπαρξή του. Έχω πολύ σέβας για τους προγόνους μας και μεγάλη ιδέα για τον Αδάμ αφού του χρωστούμε όλοι μας τη ζωή.
Υπερηφανεύετο διά την πατριαρχικήν καταγωγήν του, έλεγεν ότι πατέρα είχε τον Αβραάμ· αλλ' ο Θεός, όπως είχε πλάσει εκ του χώματος τον Αδάμ, ούτω ηδύνατο εκ των λίθων εκείνων της ερήμου του Ιορδάνου να «εγείρη τέκνα τω Αβραάμ». Και οι ακροαταί ήκουον τον κήρυκα της αληθείας με συντετριμμένας καρδίας· και επειδή είχεν ορίσει το βάπτισμα ως σύμβολον της μετανοίας των και του εξαγνισμού των, «εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ' αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα.
— Τις έκτισε τον κόσμον; Το παιδίον απήντησεν — Ο Θεός έκτισε τον κόσμον εις έξ ημέρας με μόνον τον λόγον αυτού. — Πολύ ωραία! είπεν ο διδάσκαλος, και αποταθείς προς τον τρίτον· — Τις ήτον ο πρώτος άνθρωπος; — Ο πρώτος άνθρωπος ήτον ο Αδάμ, απήντησε το παιδίον. — Καλά, είπεν ο διδάσκαλος. Και είτα ηρώτησε τον τέταρτον· — Τις και πόθεν τον έκτισεν; Ο τέταρτος απεκρίθη·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν