United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα συνάμα την αγαπούσε πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το σπλάχνο, το παιδί της την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα, υπερφυσικά : Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο!. . κ’ έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε η άλλη απάνω σ' αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης. . .

Αλλά και ο Τριστάνος, που πολύ τον ντρόπιαζε η υποψία ότι αγαπούσε το θείο του με υστεροβουλία, τον ηπείλησε: ότι αν ο Βασιληάς δεν κάνη το θέλημα των βαρώνων, θάφευγε από την αυλή και θα πήγαινε να υπηρετήση τον πλούσιο Βασιλέα της Γαβοΐας. Τότε ο Βασιληάς έβαλε προθεσμία στους βαρώνους του: σε σαράντα μέρες θάλεγε την απόφασί του.

Του ενός έλεγαν πως επαντρεύτηκε η αρραβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το Μαριωρή, ασχημομούρα και αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον αποπαΐδισεν ο πατέρας του. Δυο παιδιά τέλος από το Αιγινήτικο καΐκι άρχισαν ν' αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη βάρβαρη προφορά τους.

Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενός προθυμοτάτου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ' εκεί να καταλαρώση το πολύληθο κι ανήσυχο πνευματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ, φαίνεται, και την καψοπαστράδα.

Αυτή έμνεισκεν εκστατική βλέποντάς με πολλά ήρεμον, και κάποτε με έβγαζεν από το κλουβί και επετούσα με ελευθερίαν, μα από κοντά της δεν έφευγα έχοντας χαράν να την χαϊδεύω εγώ με τες φτερούγες μου, και με το πέτασμα που έκανα ολόγυρά της, και με κάποια γλυκά τζιμπήματα που της έκανα. Και με τούτον τον τρόπον αυτή με αγαπούσε τόσον, που μίαν ώραν δεν έστεκε χωρίς να με έχη κοντά της.

Δεν τολμούσε, κυρίως επειδή δε ζητούσαν τη γνώμη του, έπειτα γιατί δεν ήθελε να έχει ενοχές∙ επιθυμούσε όμως να έλθει το παιδί. Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας. Μετά το θάνατο του ντον Τζάμε είχε μείνει με τις τρεις κυρίες για να τις βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα με τις μπερδεμένες τους υποθέσεις.

Αλλά και εις αυτό το χείλος της αβύσσου ο Κλαύδιος ακόμη ελπίζει, μένει κύριος του εαυτού του, ατάραχος, χάριν της σωτηρίας του· διά να μη προδώση το ήδη σαλευόμενον σχέδιόν του, όταν η Γελτρούδη πίνει από το φαρμακωμένο ποτήρι, δεν επιμένει να την εμποδίση και γίνεται δολοφόνος του μόνου πλάσματος το οποίον αγαπούσε εις τον κόσμον· και όταν ολόκληρον το νέον κακούργημά του εξεσκεπάσθη και ο Αμλέτος τον πληγώνει, ο Κλαύδιος πιάνεται ακόμη σπασμωδικώς από την ζωήν, ζητεί βοήθειαν, ίσως με την μωράν ελπίδα ότι η θανατηφόρος αλοιφή του ξίφους, αφού εβάφη ήδη δύο φοραίς εις το αίμα, του Λαέρτου και του Αμλέτου, έχασε την δύναμιν της, ώστε αυτός, ο αληθής ένοχος, να επιζήση μόνος.

Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε. Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.

Ήτο μίαν φοράν ένας βασιλεύς, ο οποίος αγαπούσε τόσον πολύ τα νέα φορέματα, ώστε εξώδευεν όλα του τα χρήματα διά να ενδύεται μεγαλοπρεπώς. Δεν τον έμελε ούτε διά στρατιώτας, ούτε διά θέατρα, και η μόνη του ευχαρίστησις ήτο να εβγαίνη με την άμαξαν και να βλέπη ο κόσμος τα λαμπρά του φορέματα.