Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τόσον πολύ ανάποδα τα πράγματα μας ήλθαν, ώστε δεν ηύραμεν καιρόν την κόρην μας ακόμη να την προδιαθέσωμεν. Πολύ τον αγαπούσε τον μαύρον της εξάδελφον. Κ' εγώ τον αγαπούσα. Πλην τι να γείνη; Όλους μας το χώμα θα μας φάγη! Θα ήναι ‘ς το κρεββάτι της εκείνη· είν' εξώρας· και την αλήθειαν να σου 'πώ, εάν κ' εγώ δεν είχα την συντροφιάν σου, προ πολλού θα ήμουν πλαγιασμένος.
Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;
Ο Ρούντυ δεν είχε φανή έξ ημέρας, αυτός, που είχε το άδικον αυτός, που έπρεπε να ζητήση συγγνώμην, που τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά. — Τι είδους πράγμα σου είναι αυτοί οι άνθρωποι!» έλεγεν η γάτα του δωματίου εις την γάταν της κουζίνας. «Τώρα πάλιν είναι μακρυά ο ένας από τον άλλον, ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Αυτή κλαίει και αυτός ούτε την σκέπτεται καθόλου.»
Και με όλην την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να μην είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον Μπρακμάνον· αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον αδελφόν μου, και διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις ημάς είχε, μας επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν μίαν αγαπητικήν του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε τόσον.
Τότε ο βασιλεύς, ο οποίος πολλά την αγαπούσε, φοβούμενος τον κίνδυνον που ήτον επήγε διά να την ιδή, και εκεί την εβεβαίωσε πως δεν θέλει της μιλήσει πλέον περί ταύτης της υπανδρείας. Ετούτο δεν φθάνει, απεκρίθη η βασιλοπούλα, απεφάσισα διά να αποθάνω, οπόταν δεν μου ήθελες κάμει εκείνα, που έχω διά να σου ειπώ, με όρκον, που να μη με παρακούσης.
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Όμως δεν τον εγοήτευε η σκέψη, αλλά οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους κινείται η σκέψη. Τη μηχανή αγαπούσε, κι όχι εκείνο που φτιάν' η μηχανή. Η μέθοδος, με την οποίαν ο τρελλός φτάνει στην τρέλλα του, του ήταν τόσον αγαπητή, όσον η πιο υψηλή σοφία του σοφού. Τόσο μάλιστα ο λεπτός μηχανισμός του μυαλού τον εγοήτευε, οπού περιφρονούσε τη γλώσσα ή τη θεωρούσε σαν λειψό όργανο της εκφράσεως.
Αφού είχε γίνη το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγη. Τον έφεραν πια τρελλό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάση. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τακούση.
Παραμύθια! παραμύθια! Μου αράδιαζε παραμύθια. Αφού αγαπούσε την αδερφή μου εκείνος ο καταραμένος, πως δε μου έγραφε εμένα; Η Λέλα είναι δική μου. Μην την αγγίξης.
Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν