Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
— Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε·
Και ωσάν αποτελείωσε τες κρίσες, στοχάζεται την γυναίκα που έστεκεν εκεί με μεγάλον σέβας, την κράζει, και την ερωτά τι ζητεί; Αυτή του απεκρίθη ότι ήτον θυγατέρα ενός τεχνίτου, και επιθυμούσε να του ειπή ένα λόγον μυστικόν. Τότε ο Κατής ωσάν που αγαπούσε τες γυναίκες, την παίρνει και την φέρνει εις ένα οντά παράμερον, και βάνοντάς την να καθήση κοντά του της λέγει.
Επαναλάβαιναν τους «Αφορισμούς» του, που κάτω από μια φαιδρήν όψη παρουσιάζουν σχεδόν πάντα ένα εξαίρετο φιλοσοφικόν αξίωμα. Αγαπούσε πολύ τις παραξενιές και τις παραδοξολογίες. Θ' αναφέρουμε δυο μονάχα παραδείγματα.
Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.
Μακάρι να ζήσουν ευτυχισμένοι! Τώρα τους αγαπούσε και τους δυο, τη γυναίκα επειδή με την αγάπη της αποτελούσε ένα κομμάτι του άντρα. Μακάρι να ζήσουν ευτυχισμένοι μες στη φτώχια και στην αγάπη τους, στο ταξίδι τους προς τη γη της επαγγελίας.
Τον καϋμένο! πώς αγαπούσε την Ελλάδα θυμάσαι, τι έλεγε πάντα; Μη λησμονής ότι είσαι Έλλην και έχεις την υποχρέωσιν να ήσαι ωραίος.
Έδωκαν ως τόσον την είδησιν του Δερβύση διά την θλίψιν της Βασίλισσας, ο οποίος έτρεξε με ταχύτητα προς αυτήν, διατί την αγαπούσε και αυτός κατά πολλά. Αυτός έκαμε κάθε τρόπον διά να την παρηγορήση, μα εστάθηκαν όλοι του οι κόποι άκαιροι.
Έπειτα πήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε πολλά χρόνια, ζώντας, όπως λένε μερικοί, πολυτελέστατα, και, καθώς λεν άλλοι, «κρυφά με το δηλητήριο στην τσέπη και κατατρομάζοντας όλους όσοι τον εγνώρισαν». Στα 1837 εγύρισε πίσω στην Αγγλία μυστικά. Κάποια ιδιόρρυθμη τρελλή γοητεία τον έφερε πίσω. Ακολούθησε μια γυναίκα, που αγαπούσε. Ήταν Ιούνιος κ' έμενε σ' έν' από τα ξενοδοχεία του Covent Garden.
Ο Παβλής την αγαπούσε χρόνια και χρόνια· δεν τολμούσε να τη ζητήση, γιατί είτανε φτωχός και δεν ήθελαν οι γονιοί της. Σε μας είναι, βλέπεις, πάντα οι ίδιες ιστορίες. Όταν έμαθε πως παντρέβεται, δεν ξαναφάνηκε πια στο σπίτι. Ο δύστυχος, μοναχός του πονούσε και δέρνουνταν, και κανενός δεν έδειχνε το βάσανό του.
Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή; Τέτοια ο καημένος ο Δάφνης υπόφερνε κ' έλεγε, επειδή πρώτη φορά εμάθαινε του έρωτα τα έργα και τα λόγια. Ο Δόρκωνας όμως ο γελαδάρης, που αγαπούσε τη Χλόη, αφού παραφύλαξε το Δρύαντα εκεί που παράχωνε παλούκι κοντά σ' ένα κλήμα, τόνε σιμόνει κρατώντας κάμποσα κεφάλια τυρί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν