Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Στους παληούς καιρούς, βασίλευε στην Κορνουάλλη ο Βασιληάς Μάρκος. Μαθαίνοντας ότι οι εχθροί του τού έστησαν πόλεμο, ο Βασιληάς του Λοοννουά ο Ριβαλάν, πέρασε τη θάλασσα για να του φέρη βοήθεια. Τον εβοήθησε και με το σπαθί και με τη συμβουλή, σαν υποτελής, — τόσο πιστά, που ο Μάρκος τούδωσε γι' αμοιβή την αδελφή του, την ωραία Μπλανσεφλέρ, που ο Βασιληάς Ριβαλάν αγαπούσε μ' έναν υπερκόσμιο έρωτα.

Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην αγάπην προς αυτόν.

Όχι, είναι ο στοργικός άρχοντας που από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στη χώρα του, με υπεδέχτη και με προστάτεψε. Πώς αγαπούσε τον Τριστάνο!

Τότε, καθώς τον ξανάπιασε η ευχαρίστηση να μιλή για ό,τι αγαπούσε, διηγήθηκε, κατά την συνήθειά του, ένα μέρος από τις περιπέτειές του μ' αυτή τη περίφημη Βεστφαλιανή. — Νομίζω, είπε ο αββάς, πως η δεσποινίς Κυνεγόνδη είναι πολύ έξυπνη και γράφει χαριτωμένες επιστολές.

Μήτε θα θύμωνες, καλέ μου· δικαίωμα δεν είχες. Μια στιγμή, ταράχτηκα και γω, πήγα να ζουλέψω, γιατί θαρρούσα τότες πως μ' αγαπούσε και μου έκρυφτε κάτι. Νόμισα πως με γελούσε, την ώρα εκείνη που δίχως να με προσμένη, την απάντησα εκεί απάνω στον Άη Γιώργη, μπροστά στο μοναστήρι, και την είδα να κάθεται συλλογισμένη, να διαβάζη ένα γράμμα και να κλαίη.

Σκεφτόμουν ότι ο Κύριος ήταν εκείνος που μ’ έκανε να φύγω. Φοβόμουν και ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στον ντον Πρέντου μ’ εκείνη την απάντηση. Ναι, ντόνα Νοέμι, επειδή ο ντον Πρέντου με είχε πάρει στην υπηρεσία του μόνο και μόνο γι’ αυτό το σκοπό, το ξέρω. Σας αγαπούσε και ήθελε να είμαι εγώ ο ενδιάμεσος. Όταν, λοιπόν, εσείς είπατε όχι, όχι, εγώ έφυγα…»

Θα σφαλήξω τα μάτια, να βλέπω μόνο τη Λέλα και να την ακούω. «Δεν έχω φίλο πουθενάΝαι! Αφτό μπορεί κανείς να το πιστέψη. Θα πη πως δεν αγαπούσε ή πως δεν αγάπησε κανέναν εκεί κάτω στον τόπο της.

Μιλούσε στους ανθρώπους με την ευγενικώτερη περιφρόνηση, σηκώνοντας τη μύτη τόσο ψηλά, υψώνοντας τόσο ανελέητα τη φωνή του, παίρνοντας έναν τόνο τόσο επιβλητικό, προσποιούμενος ένα βάδισμα τόσο αγέρωχο, που όσοι τόνε χαιρετούσαν αισθανόντανε τη διάθεση να τονε δείρουν. Αγαπούσε τις γυναίκες μανιακά. Η Κυνεγόνδη του φάνηκε το ωραιότερο πράγμα, που είδε στη ζωή του.

Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη. — Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

Αλλά μόνον να ξεκουρασθή τάχα; Εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος είχε χάσει την κόρην του, μίαν γλυκυτάτην μοναχοκόρην, την Κουκκίτσαν, οπού τόσον αγαπούσε και ελάτρευεν.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν