Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ο υπηρέτης έταξε σκοπό στη ζωή του να υπηρετήσει με πλήρη αφοσίωση τις τρεις γυναίκες που απόμειναν μόνες και απροστάτευτες, επειδή πιστεύει πως έτσι θα εξιλεωθεί από μια παλιά κρυφή ενοχή που τον βαραίνει: σκότωσε άθελά του το αφεντικό του, στην προσπάθεια να φυγαδεύσει στη Ρώμη μαζί με τον εραστή της την τέταρτη αδελφή, τη Λία, που αγαπούσε κρυφά χωρίς ανταπόκριση.
Έν από τα καλύτερ' αντίγραφα του έργου «Τραγούδια Αθωότητος και Πείρας», που υπάρχει ως τα σήμερα, γράφηκε αποκλειστικά γι' αυτόν. Αγαπούσε τον Alain Chartier και τον Ronsard και τους δραματικούς της εποχής της Ελισάβετ και τους Chaucer, Chapman και Petrarch.
Ήτανε κατά το ένα τέταρτο ισπανός, γιος ενός μιγάδα από το Τουκουμάν. Είχε κάνει ψάλτης, νεωκόρος, ναύτης, καλόγερος διανομέας, στρατιώτης, λακές. Ονομαζότανε Κακαμπός κι' αγαπούσε πολύ τον κύριό του, γιατί ο κύριος του ήταν υπερβολικά καλός άνθρωπος. Σέλλωσε όσο μπορούσε γρηγορώτερα τα δυο ανδαλούσια άλογα.
Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.
Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.
Όλοι μας είδαμε στη δική μας μάλιστα εποχή εις την Αγγλία πως ένας ωρισμένος παράξενος και γοητευτικός τύπος ομορφιάς, που εφευρέθηκε κι αποτυπώθηκε εκφραστικώτατα από δυο ζωγράφους της φαντασίας, έχει τόσον επιδράσει στη Ζωή, ώστε όποτε κανείς πάη σε μιαν ιδιωτική έκθεση ή σ' ένα καλλιτεχνικό σαλόνι να βλέπη εδώ τα μυστηριώδη μάτια του ονείρου του Rosseti το μακρουλό φιλντισένιο λαιμό, το παράξενο τετραγωνικό σαγώνι, τη λυτή σκιερή κόμη, που τόσο την αγαπούσε, εκεί τη γλυκειά παρθενιά της «Χρυσής Σκάλας», το σαν μπουμπούκι στόμα και την κουρασμένην ερασμιότητα της «Laus Amoris», το ωχρό από το πάθος πρόσωπο της Ανδρομέδας, τα λεπτά χέρια και τη λυγερήν ομορφιά του Vivian στο «Όνειρο του Merlin». Κ' έτσ' ήταν πάντα.
Ο Στρατής το Στοιχειό — έτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνια — δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους.
Μα θα πη άραγες πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν την αγάπησε ποτέ κανένας; Τι τάχα; Δε γύρεψε κανένας να την πάρη; Δεν της είπε κανένας τουλάχιστο δυο γλυκά λόγια; Δεν άρεσε κανενός; Πώς γίνεται; Αναθράφηκε σε μια τέτοια πόλη και δε βρέθηκε κανείς να της κάμη ένα κοπλιμέντο ή λίγο κόρτε, ή να την κοιτάξη καλά στα μάτια, ή να της δώση να καταλάβη τίποτις, ή να μην ξιππαστή από την ομορφιά της; Δε γίνεται.
Ο γραμματέας έσπασε το κερί και χαιρέτισε κατά πρώτον το Βασιλέα εξ ονόματος του Τριστάνου. Έπειτα του ιστόρησε όλα όσα παρήγγελνε ο Τριστάνος. Ο Μάρκος άκουγε χωρίς μιλιά και κατά βάθος εχαιρότανε, γιατί αγαπούσε ακόμη τη Βασίλισσα. Ονομαστί συγκάλεσε τους πειο ξακουστούς βαρώνους του, κι' όταν μαζεύτηκαν όλοι, έκαναν ησυχία και μίλησε ο Βασιληάς: «Άρχοντες, έλαβα αυτή την επιστολή.
Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και ωνομάζετο Χασάν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν