Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Εις την καρδιάν μου 'φύτρωσε παράδοξος αγάπη, και τώρα έχω ν' αγαπώ τον μισητόν εχθρόν μου! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι είν' αυτό; τι είν' αυτό; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Είν' ένα τραγουδάκι, που μ' έμαθ' ένας χορευτής. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αμέσως! Ναι, αμέσως! Έλα πηγαίνωμεν κ' ημείς; Έφυγ' ο κόσμος όλος. Πλατεία παρά τον κήπον του Καπουλέτου. ΡΩΜΑΙΟΣ, εισερχόμενος. Ω! η καρδιά μου είν' εδώ. Κ' εγώ εδώ θα μείνω.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

Όμως ακόμα πιο πολύ τον αγαπούσ' εκείνη· έτσι, κι όταν επήγαινε στην κλίνη της μ' αγάπη, εμπιστευόταν θαρρετά το θρόνο του στους γυιούς του.

Είτανε μια αγάπη που περνούσε κάθε όριο και δεν ψυχραινότανε ποτέ, γιατί η μαμά είτανε τόσο ευτυχισμένη μ' αυτή, ώστε να μην της γίνεται ποτέ βάρος ο μικρός. Ο Σβεν κ' η μαμά είχαν τα μικρά τους μυστικά κι όταν της ψιθύριζε κάτι στο αυτί, δεν είχε το δικαίωμα να το ακούση ούτε ο μπαμπάς.

Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους• τους έκλεισαν να κοιμηθούντα μαθημένα μέρη, 410 και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος• «Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415 κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».

Ι. Μπεντιέ γίνεται ο άξιος συνεχιστής των παληών τροβαδούρων που εδοκίμασαν να χύσουν στο ελαφρό κρύσταλλο της γλώσσης μας το μεθυστικό ποτό όπου οι δύο αγαπημένοι της Κορνουάλλης ήπιαν, στους παληούς καιρούς, την αγάπη και τον θάνατο.

Κι όταν ξαναγυρίζουνε δίχως κανένα κέρδος, κρύβονται πάλιν οκνηρές μέσ' σταδειανό κουτί των και στα ψυχρά των γόνατα στηρίζουν το κεφάλι. Ποιος είν' εκείνος σήμερα ο τόσο ανοιχτοχέρης που θα δεχθή τους ύμνους μας και θα μας δείξη αγάπη; Δεν ξέρω· οι άντρες σήμερα δε λαχταρούν επαίνους γι' ανδραγαθίες κι αρετές όπως στα πρώτα χρόνια, μα νοιάζονται και κόβονται χρήματα να κερδίσουν.

Τότε εγώ εστάθηκα διά να την θεωρήσω, και αυτή καταλαμβάνοντας που την εκύτταζα, ετραβήχθη μέσα και έκλεισε το παραθύρι· εγώ, τετρωμένος από την ωραιότητά της, όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα δεν εστοχαζόμουν άλλο παρά αυτήν· και άκουσον τι μου επροξένησεν αυτή η αγάπη.

Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του, Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο, Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα, Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι, Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη, Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω, Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη, Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν, Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη, Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν