Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Διότι, εν ώ κατοικούμεν εις κάποιον βαθουλόν μέρος της γης, νομίζομεν ότι κατοικούμεν επάνω εις αυτήν, και ονομάζομεν ουρανόν τον αέρα, ωσάν να ήτο αυτός ουρανός και τα άστρα να εκινούντο διά μέσου τούτου· η αιτία δε οπού γίνεται τούτο είναι ότι ημείς ένεκα αδυναμίας και ένεκα βάρους δεν είμεθα ικανοί να διαπεράσωμεν τον αέρα και να φθάσωμεν εις το επάνω επάνω μέρος του.
Ταύτα λέγων περιεδινήθη ο πρεσβύτης ως κροκίς λευκού ερίου εις τον αέρα και έπεσεν άπνους εις το νερόν, καθ' ην στιγμήν κατέφθανεν ο σύντροφός του την υποδειχθείσαν εφήμερον και περιεπτύσσετο αυτήν τόσον σφιγκτά, ώστε εφαίνετο το ζεύγος έν μόνον έντομον με οκτώ πτερά.
ΒΕΡΑ — Α! η συμπαθητική μου η μικρούλα. Κύριε Φλέρη! Ξέρετε ότι είμαι ερωτευμένη με την κόρη σας. Τι χαριτωμένο κοριτσάκι. ΦΛΕΡΗΣ — Μην της δίνετε αέρα, δεσποινίς. Εγώ δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος μαζή της. ΒΕΡΑ — Ελάτε αφήστε τις αστειότητες. Εγώ θα καθίσω κοντά της. Να! Εδώ .... Με θέλεις μικρούλα μου; ΔΩΡΑ — Ακούτ' εκεί, δεσποινίς. Μεγάλη χαρά μου. ΦΛΕΡΗΣ — Ώστε έχομεν απαγγελία σήμερα.
Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του.
Πάμε να πάρουμε λίγον αέρα; — Με συγχωρείτε, είπ' εκείνος, συντροφεύοντάς τους ως την πόρτα. Θα μείνω να εργασθώ ακόμα. Δεν καλόκατσε στη δουλειά του κι ακούστηκαν έξω οι φωνές των δύο νέων να τραγουδάν δυνατά : Εγώ γεννήθηκα για σε, γεννήθηκες για μένα, Θαρθή καιρός ναδερφωθή η γλώσσα με την πέννα. Οι φωνές σαν λιανά λιανά κρούσταλλα έπεφταν και θρυμματίζονταν στην πόρτα του γραφείου.
Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν.
Τα μυρισμένα χείλη Της ημέρας φιλούσι Το αναπαυμένον μέτωπον Της οικουμένης· φεύγουσιν Όνειρα, σκότος. Ύπνος, σιγή· και πάλιν Τα χωράφια, την θάλασσαν, Τον αέρα γεμίζουσι Και τας πόλεις με κρότον, Ποίμνια και λύραι. Εις του σπηλαίου το στόμα Ιδού προβαίνει ο μέγας Λέων, τον φοβερόν Λαιμόν τετριχωμένον Βρέμων τινάζει.
Έσκιζαν τον πυκνόν αέρα φτερωτές· ολόδρομες εδιάβαιναν απάνω· εδιασταβρώνονταν από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη. Εχτυπούσαν στις χιονισμένες στέγωσες, στ' άσπρα κεραμίδια πάνω· κάτω σταγκωνάρια, στους κήπους μέσα τους αφρόστρωτους· στις ξύλινες φράχτες τις μαρμαρόχυτες απάνω.
Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό. — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη. — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν