Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.
Ως να μη ήσαν τέκνα της Γερακούλας εφαίνοντο, αλλά βλαστήματα αγνά της αμωμήτου φύσεως, των βουνών, των δασών, των ρευμάτων. Τόσην αγάπην είχον προς την πρασίνην χλόην και τον δροσερόν αέρα της. Και οικιακήν αν είχον εργασίαν, απαιτούσαν την παρουσίαν και των τεσσάρων θυγατέρων, πάντοτε την πρωίαν ήθελον πεταχθή εις τον ελαιώνα ή την άμπελον, κάτι να ίδουν, κάτι να φέρουν, κάτι να αναπνεύσουν.
Και αφού επεριπάτησα εις αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα.
Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχ !» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.
Τότε εκείνοι οίτινες προ μικρού είδον μόνον τον πλήρη ζωής έφηβον, εις τον οποίον τα βουνά είχον δώσει το ψήλωμα και τον αέρα της ελάτης, διέκριναν παντοία κωμικά ελαττώματα. Ήτο παρά πολύ ψηλός, τόσον πολύ, ώστε να ενθυμίζη τους Σαρακηνούς, κάτι φαντάσματα φοβερά των ερειπίων. Και εις το ύψος εκείνο ενόμιζες ότι η κεφαλή του εζαλίζετο και δεν εστέκετο καλά.
Κατ' αρχάς έκανα μικρά αναπηδήματα και συγχρόνως εκίνουν τα χέρια μου και κατώρθωνα να χαμηλοπετώ, όπως αι χήνες, ανυψούμενος εις τον αέρα και βαδίζων συγχρόνως.
Εγνώριζεν η Σμάλτω ότι ο βοσκός δεν είχε πλέον μαζί του την φλογέραν να την παίξη όπως άλλοτε και γεμίση τον αέρα πέριξ από μύρια συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας και την συναρπάση. . . Την είχεν εδώ υπό τους πόδας της, ως να είχε την γλώσσαν, αυτήν την φωνήν μιας μαγίσσης και την κατεσύντριβε.
Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου.
Διότι ως και αυτά ακόμη τα βαθουλά μέρη της, τα οποία είναι γεμάτα από νερόν και αέρα παρουσιάζουν έν είδος χρώματος, διότι γυαλίζουν μέσα εις τα πολλά και διάφορα άλλα χρώματα, ώστε η θεωρία της να παρουσιάζηται ωσάν έν αδιάκοπον όλον με πολλά και διάφορα χρώματα.
Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις. Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να ομιλήση. — Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος. Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με βροντώδη φωνήν: — Πολίται!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν