Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.

Ήξευρε καλώς ότι της ευρίσκετο ρακί. Είχε διά πούλημα στο σπίτι, επειδή έκαμνε πολύ ρακί απ' τ' αμπέλι της. Έζη μοναχή, με την παραλυτικήν μητέρα της, ήτις δεν της εχρησίμευεν ειμή διά συντροφίαν, και διά να έχη άνθρωπον, τον οποίον να υπηρετή, διότι άλλως η ζωή της θα ήτο κακή και έρημος.

Ας ήτο μικρός ο Ρούντυ, είχεν έργον να βόσκη της κατσίκες· και ήτο καλός φύλαξ, αφού ήξευρε να αναρριχάται μαζί των, όπως και αυταί.

Το δυστυχισμένον παπί δεν ήξευρε πού να σταθή, ούτε πού να φύγη, και ήτο μελαγχολικόν, επειδή όλος ο κόσμος το επερίπαιζε και το εκαταφρονούσε. Τας ακολούθους ημέρας το πράγμα εχειροτέρευε και επήγαινε. Έως και τα αδέλφιά του δεν του άφηναν ησυχίαν, και του έλεγαν: Α! να σε έπερνεν η γάτα, ασχημόπαπον! Η δε μάνα του έλεγε: Ας έλλειπες απ’ εμπρός μου, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου!

Το δε ν' αποδείξωμεν ότι η ψυχή είναι πράγμα δυνατόν και όμοιον με θεόν, και ότι υπήρχεν ακόμη προτήτερα προτού ημείς οι άνθρωποι να γείνωμεν, λέγεις ότι τούτο δεν εμποδίζει όλα αυτά να μη αποδεικνύουν μεν αθανασίαν της ψυχής, ν' αποδεικνύουν δε ότι η ψυχή είναι πράγμα το οποίον διαρκεί πολύν καιρόν και υπήρχε προτήτερα κάπου επί απροσδιόριστον καιρόν, και ότι ήξευρε και έκαμε πολλά πράγματα· αλλά βεβαίως δεν ήτο διά τούτο περισσότερον αθάνατος, αλλά και τούτο ακόμη, το ότι ήλθεν εις σώμα ανθρώπου ήτο δι' αυτήν αρχή καταστροφής, ωσάν ασθένεια, και έζη βασανιζομένη αυτήν την ζωήν και επί τέλους βεβαίως ότι καταστρέφεται εις τον ονομαζόμενον θάνατον.

Ο δήθεν ιατρός, τον οποίον προσεκαλέσαμεν, ότε ηρχίσαμεν σπουδαίως ν' ανησυχώμεν, απεφάνθη ότι έπασχε την καρδίαν και υπεσχέθη να τον θεραπεύση. Αλλά βεβαίως δεν ήξευρε τι έλεγε, και αμφιβάλλω αν επάτησέ ποτε ιατρικής τινος σχολής τα πρόθυρα. Ήτο Μελιταίος πρεσβύτης, προ ετών από πόλεως εις πόλιν της Ανατολής μετερχόμενος, ουχί δωρεάν, του ιατρού το επάγγελμα.

Και τον εβοήθει εις τα μαθήματα και εις ό,τι άλλο ηδύνατο. Αυτός ο έχων τόσην ανάγκην βοηθείας. Ηγάπα και ο Ισίδωρος τον Κλέωνα, δεν εννοούσε όμως και να ενοχληθή προς χάριν του, ενώ ο Κλέων πολλά υπέφερεν εξ αιτίας του. Ήτο πτωχό παιδί ο Ισίδωρος, οσάκις δε, σπανιώτατα, έλεγεν εις τον Κλέωνα, με κωμικήν σοβαρότητα, ότι δεν ήξευρε τι θ' απεγίνετο, ο Κλέων εμελαγχόλει.

Εύχομαι να φανή η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ωμορφιά σου μεγάλη. Και αφού είπεν αυτά επρόσταξε ν' αρχίση ο αγώνας. Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμη να γελάση τον αγέλαστο εκείνο βασιληά. Θα έχανε το θάρρος, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμή το αηδόνι, να κελαϊδήση εις το αυτί της: «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».

Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

Θα έλεγες πως με τα μάτια εκείνα μιλεί, η ψυχή της, και όμως, σαν να μην είχε μνημονικό η ψυχή αυτή και ό,τι έβλεπε, σαν να μην ετυπώνετο μέσα της, παρά εξαλείφετο σαν το σημάδι επάνω στο νερό. Ήταν στ' αλήθεια τέτοια, ή τα φερσήματα της ήταν προσποιημένα, γιατί δεν έβρισκε το ταίρι της; Κανείς δεν ήξευρε να πη.