Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Καλό και χρυσό, μάτια μου, αλήθεια· καλό και χρυσό, προσκυνώ τη Χάρη του! είπε η γριά κάνοντας το σταυρό της. Από την ώρα που μας τόστειλε ο Χαγάνος, στην καρδιά μου τόβαλα. — Μα είνε να το ιδή κανείς και να μην τ' αγαπήση; είπε κι ο γέρος με λαμποκόπημα των ματιών. Από μικρό γλύκα έσταζε το σιχαμένο.

Πάρε ένα μπισκότο, να, σου το προσφέρω σαν λουλούδι για να σου γλυκάνω την καρδιά….» Η καρδιά της Γκριζέντα όμως έσταζε δηλητήριο και δεν δεχόταν αστεία. «Εάν ήρθες για να με τσιγκλήσεις, είσαι γελασμένη, Νατόλια. Δεν έχεις αγκάθια εσύ, γιατί είσαι ένας φλόμος και όχι ένα τριαντάφυλλο. Εγώ δεν πονάω, ούτε λυπάμαι. Είμαι δυνατή σαν το πεύκο στην όχθη του ποταμού.

Τους διέκριναν πράγματι από μακριά, ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και ωχρός, εκείνη μικρόσωμη και μελαχρινή, και οι δυο να κουβαλάνε τους κουβάδες που άστραφταν και πότε πότε χτυπούσαν ο ένας στον άλλο και το νερό ξεχειλίζοντας ανακατευόταν και έσταζε. Φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν τους κουβάδες και γελούσαν. Ο Έφις είχε ένα προαίσθημα.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.

Την πήγα στον αρχηγό μου κρατώντας την σαν ένα τσαμπί. Έσταζε μαύρο αίμα όπως οι ρόγες από το μαύρο σταφύλι. Ο αρχηγός μού είπε: μπράβο Κοντσίνου!» Ο Έφις άκουγε κρατώντας ένα αγριοτριαντάφυλλο. Σταυροκοπήθηκε με το κοτσάνι του λουλουδιού και είπε: «Να εξομολογηθείς, Κοντζί! Σκότωσες άνθρωπο!» «Στον πόλεμο, αυτό δεν είναι αμαρτία. Μήπως το έκανα κρυφά; Όχι

Βαθέα βάραθρα ήσαν με χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν.

Δεν παρατήρησα πως μεγαλώσανε, πως το χιόνι έσταζε από τις στέγες και πως τα δέντρα του πάρκου αρχίσανε να φουσκώνουν. Με λυπούσε πολύ πως ο χειμώνας δε βάσταξε περσότερο, για νανάβουμε νωρίτερα τη λάμπα και ναρχίζουνε τα βράδια μας προτήτερα. — Παρατήρησες, μου είπε η Έλσα ένα πρωί, πως έγινα φαιδρότερη από πριν και πως δεν κλαίω πια; Το είχα παρατηρήσει.

Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένη ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπη και χωρίς ν' ακούη. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ωρισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν