Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Τι και του γέρου μου μαθές τρανό χρωστιούνταν χρέος, τέσσερα τρεξεμιά άλογα κι' οι άμαξες που πήγαν να παραβγούν· γιατί είτανε να τρέξουν για τριπόδι, 700 μα εκεί τα κατακράτησε ο βασιλιάς Αβγείας, κι' έδιωξε απέ τον αμαξά που θρήναε τ' άλογά του.

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει…

Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Παλικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλικαριά με τα θάματά της τον έδιωξε τον Τούρκο απ' αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κ' έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανισμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού.

Τι δάκρυα που χύνω, σαν σκέπτωμαι τη μάννα μου, όπου κρυφά πανδρεύθη, και μ' έδιωξε κρυφά κ' εμέ χωρίς να με βυζάξη. Έζησα δίχως όνομα ζωή σαν υπηρέτης μέσα σε τούτο το ναό• είν ο θεός προστάτης, μα είν' η μοίρα μου βαρειά• γιατί όταν ήταν πρέπον στης μάννας μου την αγκαλιά τροφή να βρω και χάδια, εγώ την εστερήθηκα τη μητρική τροφή μου.

Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της: — Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα!

Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης, Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον. Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος. Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων, Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν· Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος.

Αμέσως η Βασίλισσα μετάνοιωσε. Όταν έμαθε από τον Ντινάς ντε Λιντάν με πόση λύπη έφυγε ο Τριστάνος άρχισε να πιστεύη ότι ο Περινίς της είχε πη την αλήθεια. Ότι ο Τριστάνος δεν είχε φύγει, προκαλεσμένος στ' όνομά της. Ότι πολύ άδικα τον έδιωξε: «Πώς, συλλογιζότανε, σας έδιωξα λοιπόν σας, Τριστάνε, φίλε! Τώρα πεια με μισείτε και ποτέ δε θα σας ξαναϊδώ.

Ορκίζομαι ενώπιον του σεβαστού τούτου δικαστηρίου, ότι έδιωξε με ταις κλωτσιαίς τον δυστυχή τον βασιλέα τον πατέρα της. ΓΕΛΩΤ. Πλησίασε, κυρία! Τ' όνομά σου είναι Γονερίλη; ΛΗΡ Δεν ημπορεί να το αρνηθή. ΓΕΛΩΤ. Να με συμπαθήσης. Σε πήρα διά σκαμνί. ΛΗΡ Ιδού κ' η άλλη. Μαρτυρούν τι έχειτην καρδιά της τα βλέμματά της τα λοξά. — Θα φύγη! Πιάσετέ την! 'Σ τα όπλα!

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν