Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ο Καραϊσκάκης βλέπων το σώμα τούτο πολλά μεγάλον ως προς την εδικήν του δύναμιν, δεν έκρινεν εύλογον να το κτυπήση κατά πρόσωπον, αλλ' αφ' ού άφησε και διέβη το πλειότερον μέρος, επέπεσεν εις την οπισθοφυλακήν, την οποίαν τρέψας εις φυγήν, έλαβε πολλά φορτηγά και εφόνευσε καί τινας των εχθρών.

ΞΟΥΘΟΣ Άφησε συ τα λόγια αυτά και μάθε να ευτυχήσης• θέλω, τώρα που σ' εύρηκα, να κάμω ένα τραπέζι, παιδί μου, κι' όσες μια φορά, την ώρα που εγεννήθης, θυσίες δεν εκάναμε, να γίνουν όλες τώρα.

Δεν εφοβείτο δε ολίγον να την ίδη και ξένος μόνην μετά του Μανώλη εις τον περίφρακτον κήπον. — Να χαρής ό,τι αγαπάς και καμαρώνεις, Μανώλη, του είπε σταυρώσασα τα χέρια επί του στήθους της, να χαρής τσοι γονέους σου και ταδέρφια σου, άφησέ με και φύγε! ... φύγε! ...

Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον.

Έρραψε ένα τραπεζομάντηλο από τα ίδιο ύφασμα που έκαμε και τις κουρτίνες, κι απάνω στο τραπέζι είτανε τα παιγνίδια του Σβεν. Το άλογο που έσερνε ένα κάρο, μερικοί μολυβένιοι στρατιώτες και μια σκηνή. Εκεί απάνω είτανε το άσπρο φλιτζάνι του Σβεν με το χρυσό γύρο, ο κομπαράς του, ένα μικρό σπαθί και μια περικεφαλαία. Αυτά είταν όλα όσα άφησε πίσω του.

Κ' έτσι δεν άφησε μήτε τον ήσυχο και τον καλό Σύλλογο να κάμη ταθώο του το Συνέδριο, που το χαίρουνταν και το πρόσμεναν όλοι. Δεν έβγαλα το λόγο μου κ' ίσως γλύτωσα τότες από κάμποσα που θάκουα ο ίδιος, — μόνο που θάκουαν τη γλώσσα μου οι Πολίτες. Ωςτόσο δεν το πιστέβω. Θυμώνουνε, σα με διαβάζουνε σαν τους τα διαβάζω, λένε πως μιλώ σαν που μιλεί όλος ο κόσμος, γιατί δεν τα βλέπουνε τυπωμένα.

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Διότι δεν τον υπερασπίζουν και οι κηδεμόνες ακόμη, τους οποίους άφησε ο Πρωταγόρας, εκ των οποίων ένας είναι και ο Θεόδωρος απ' εδώ. Αλλά τότε σχεδόν ημείς οι ίδιοι πρέπει να τον βοηθήσωμεν, χάριν της δικαιοσύνης. Θεόδωρος. Σε βεβαιώ, καλέ Σωκράτη, δεν είμαι εγώ από τους κηδεμόνας, αλλά μάλλον ο Καλλίας Ιππονίκου. Ημείς όμως κυρίως συγκατανεύσαμεν από θεωρητικούς λόγους της γεωμετρίας.

Αυτά τα σπαρταρίσματα και τα ξιππάσματά σου, αυτά τ' αναγελάσματα του φόβου, άφησέ τα κι όταν, χειμωνιάτικα κοντά εις την φωτιά της, ακούεις μια γερόντισσα να λέγη παραμύθια που τάμαθ' απ' την νόννα της! Αλήθεια εντροπή σου! — Τι χάσκεις; Τι; Είναι σκαμνί αυτό εκεί που βλέπεις! ΜΑΚΒΕΘ Δεν βλέπεις; Να! Κύτταξ' εκεί! Ιδέ τον! — Τι μου λέγεις; Α! Δεν με μέλει! Λάλησε, αφού 'μπορείς και νεύεις.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν