Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Μα βλέπεις στο μεταξύ έγινε το Μονοπωλείο, και έκλεισαν όλα τα καπνάδικα του κόσμου, και άφηκαν τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Και ο Κιαμήλης μου, άφησε που εζήμιωσε τόσο, μόνον έμεινε και αργός.

Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα. των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ?? — Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος.

Γύρω γύρω δε τα μεταξύ των σταυρών μικρά κρανία έβλεπον και εκείνα με τους κενούς των οφθαλμούς και εγέλων με τα άσαρκα στόματά των. Η εικών ενέπνεεν αληθώς φρίκην! Ο Νίκος δεν ηδύνατο ν' αποσπασθή από την θέαν της. Αλλά κ' εγώ μετά δυσκολίας εκυρίευσα την ταραχήν μου. — Άφησε, είπα επί τέλους. Αρκετά εθαυμάσαμεν το καλλιτέχνημα τούτο.

Ο Τριστάνος έπιασε στο πέρασμα ένα απ' αυτούς από τα ορθωμένα κόκκινα μαλλιά τόσο δυνατά ώστε αναποδογύρισε στα καπούλια του αλόγου του, και τον εσταμάτησε. — Ο Θεός να σας σώση, ωραίε κύριε! είπεν ο Τριστάνος. Από ποιο δρόμο έρχεται ο δράκονταςΚαι όταν ο φυγάς τούδειξε το δρόμο, ο Τριστάνος τον άφησε. Το τέρας επλησίαζε.

Επήγα εις το Μεγάλο Αϊναλή, καθώς μου είπες. — Σου είπα εις το Μικρό Αϊναλή, καρσί εις το Μεγάλο! Τώρα τα ξώδεψα. Επλήρωσα δικαιώματα, φαρικά, ετσουρμάρισα, έδωσα πλάτικατους ναύταις μου, εγέμισα της αποθήκαις κουμπάνια. Ο καπετάν-Καλόγερος τον εμούντσωσε και τον άφησε: — Μπεκρούλιακα! Αυτά διαλογιζομένη η Ξενιώ, επαναλαμβανόμενα απαράλλακτα από κάθε ταξειδιώτην, διήρχετο την ώραν πλέκουσα.

Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά. Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά. — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια. Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον.

Είναι όμως σύγκαιρα και δραματική, άφησε που μας διδάσκει και κάμποσα δικά μας.

Ο τυφλός δε σταματούσε, ανάμεσα στο ένα παράπονο και στ’ άλλο, να μουρμουρίζει συνεχώς και είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, απειλητικό. Προς το βράδυ η συγκομιδή ήταν πενιχρήάφησε να ξεσπάσει η οργή του, κατηγορώντας τον Έφις ότι είχε σκοτώσει τον άλλο σύντροφο για να τον ξεφορτωθεί και να κρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα.

Εστάθη όρθιος, και έκαμε τον σταυρόν του. Μία μέρα ήλθε κουρασμένος από μίαν μακρυνήν λειτουργίαν, από τον Πλατανιά. Ήτα φθινόπωρον, ήτο ζέστη· το γαδουράκι εκεί οπού το άφησε να βοσκήση στης καλαμιαίς των θερισμένων αγρών, εδραπέτευσε, και ήλθε πεζός ο παπά-Κονόμος. Κ' εκράτει κ' ένα ταγαράκι γεμάτο φρέσκα φασουλάκια που τον εφίλεψαν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν