Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Διάβασέ το ολάκαιρο το βιβλίο, άφησέ το να πη στην ψυχή σου κ' ένα μονάχ' από τα μυστικά του κ' η ψυχή σου ανυπόμονα θα θέλη περισσότερα να μαθαίνη και με φαρμακερό μέλι θα τρέφεται και θα γυρεύη να μετανοιώση για ξένα εγκλήματα, για τα οποία δεν έχει καμμιάν ενοχή και να δίνη εξιλέωση για τρομερές ηδονές που ποτέ δεν εγνώρισε.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Να σ' εξηγήσω άφησε την θέσιν σου, παιδί μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Να εξηγήσης δεν 'μπορείς εκείνο που δεν νοιώθεις.

Αμήν! είπεν ο καπετάν Γεωργάκης, εννοήσας ότι τούτο εσήμαινε: «να αποκτήσης πολλά, διά να χαρίσης αναλόγως». Ακολούθως ίππευσεν επί του μεγαλοσώμου ζώου, και ανέβη τον ανήφορον, δια τον Άι-Λιάν. Είτα επήγεν εις του παπά-Γερεμία, εξωμολογήθη, και δεν άφησε τίποτε που να μην το είπη, εκτός αν εξέχασε μερικά! Κατόπιν επέβη του ημιόνου, κ' εξεκίνησε διά το κτήμα του.

Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημαεξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξοργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησε την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν.

Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.

Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τάλογό του και ξεκίνησε μπροστά απ' τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή.

Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας.

Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν