United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυμούμαι κάποτε, που ζητούσε από τον πατέρα μου να τον βάλη σε καμμιά επιστασία, ο πατέρας μου του είπε: — Είχες τέχνη στα χέρια σου και την άφησες. Και τώρα ζητάς επιστασίες. Να κυττάξης να ξαναπιάσης την τέχνη σου. — Αυτό θέλω κ' εγώ, είπε. Μα έχω ανάγκη από έξοδα κύριε Κωνσταντίνε.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Αλλ' ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθή μετά πλειοτέρας ανέσεως ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβη την μετ' αυτού συνομιλίαν. — Θα τον προφθάσωμεν ζωντανόν; Τι λέγεις; — Τι να σου 'πώ; Ο άνθρωπος είνε εις τα έσχατά του. — Πώς τον άφησες; Πώς ήτο; — Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος όπου ψυχομαχεί.

Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντροπαλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κ' η φωνή μου σε χαδέβει. — Λέλα, μη σου φανή ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πης; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλοίσως κανέναν που αγαπάς; — Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.

Ω! σπαθιά, φωτιά!...Σας έχει πληρωμένους! Διεφθαρμένε δικαστά, πώς άφησες να φύγη; ΕΔΓΑΡ Να ευλογήσουν οι θεοί τας πέντε σου αισθήσεις! ΚΕΝΤ Ω θλίψις! Κ' η υπομονή, αυθέντα μου, πού είναι, που εσυχνοκαυχήθηκες ποτέ να μη την χάσης; ΛΗΡ Να τα σκυλάκια! τα σκυλιά! Ιδέ τα, πώς γαυγίζουν! ΕΔΓΑΡ Τώρα να τα δώση κατακεφαλιαίς ο τρελλός. Έξω απ' εδώ, βρωμόσκυλα Εμπρός! δρόμον!

ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη. ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.

Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί; — Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν.

ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα, κύριέ μου· την ώρα, που σου παράσταινα τη Δήμητρα, ηθέλησα να σου το θυμίσω· αλλ' εφοβήθηκα μη σε συγχύσω. ΠΡΟΣΠ. Ξαναπές μου, που άφησες αυτά τα υποκείμενα;

Δεν έπρεπε να βάλης συ τα ρούχα τα δικά σου; πως τα δικά μου φόρεσες και μ' άφησες φουστάνια, και μ' άφησες σαν το νεκρό, που μόνο τα στεφάνια και τα σταμνιά του λείπανε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Αλλά και η αρβύλες μου μαζύ σου ταξιδέψανε και το ραβδί. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα και γι' αυτό τα ρούχα δεν μου κλέψανε, γιατ' έσερνα, καθώς εσύ, στο χώμα τα ποδάρια, ενώ με τη μαγκούρα σου κτυπούσα τα λιθάρια.

Τότε εστάθη με προσοχήν και ήκουσε καθαρά ταύτα τα λόγια: «Ω σκληρά και ανελεήμων τύχη, που δεν με άφησες να χαρώ καν μίαν ώραν εις ευτυχίαν, και με κατήντησες εις την πλέον εσχάτην δυστυχίαν, αθλιέστερον από όλον το ανθρώπινον γένος, παύσε μίαν φοράν να με καταδιώκης, και δώσε μου ένα γρήγορον θάνατον διά να ελευθερωθώ από τόσους πόνους.